Η Ομόνοια είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περίπτωση πλατείας. Ειδικά για τους αρχιτέκτονες, φαίνεται να είναι συνδεδεμένη με μια κατάρα, που παίρνει διαστάσεις urban legend, με την πιο κυριολεκτική σημασία. Οποιαδήποτε απόπειρα σχεδιασμού της Ομόνοιας, είναι καταδικασμένη εκ των προτέρων όχι απλώς να "αποτύχει", αλλά και να καταλήξει σε εξευτελισμό, για οποιονδήποτε διανοήθηκε να αναμιχθεί. Δεν αποκλείεται, σε κάποια στιγμή, ένα από εκείνα τα εκπληκτικά περιοδικά που βρίσκει κανείς στο μαγαζάκι του ΗΣΑΠ, να γράψει για τις άγνωστες Πυραμίδες της Αθήνας, και τα τρένα που ενόχλησαν τις μούμιες.Η μοίρα της πιο πρόσφατης ανάπλασης είναι ενδεικτική. Το 1998, στα πλαίσια της "Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας", προκηρύχθηκε διαγωνισμός, τον οποίο κέρδισε η αρχιτεκτονική ομάδα των Βοζάνη, Δεσύλλα, Κατσίκα και Τσιατά. Τα 3D στις εφημερίδες ενθουσίασαν, πλημμύρισε ο τόπος στα συνθήματα - "νέοι αρχιτέκτονες", "νέες ιδέες", "επικοινωνιακή πλατεία", "απόδοση στους πεζούς", "αστικός χώρος", "μετάπολη", "μεταπλατεία", "μεταχρήστες", όλα αυτά τα κλούβια, και οι "φορείς" συναγωνίζονταν ποιος θα φανεί περισσότερο δίπλα στα photoshop. Το "όνειδος" θα λάμβανε τέλος. Μπήκαν τα ελενίτ, σκόνη, χαμός, μπήκαν μάρμαρα Καβάλας στο Μετρό, λειτούργησαν ξανά οι κυλιόμενες, μετακόμισαν προσωρινά οι Χρήστες στην 3ης Σεπτεμβρίου και τη Βερανζέρου, εγκαταστάθηκε το συνεργείο και περίμεναν όλοι την πεταλούδα να βγει από το μετακουκούλι.Τέτοιες προσδοκίες είχε να θρέψει η Ομόνοια από το '60. Μετά τη λάιλαπα του Εμφυλίου και την ολοκληρωτική κατάρρευση των δομών της Επαρχίας, συνέρρευσαν στη Αθήνα πλήθη μεταναστών, και η Ομόνοια ήταν ο σημαντικότερος τόπος για την προοδευτική αστικοποίησή τους. Ενεχυροδανειστήρια για ρευστό, μικρομαφίες, παραγοντίσκοι, καφενεία, πιάτσες για περιστασιακούς οικοδόμους, φτηνά ξενοδοχεία και εστιατόρια, μαγαζιά πρώτης ανάγκης... Τέτοια. Στην Ομόνοια λειτούργησαν με τρόπο φυσικό τα δίκτυα για την ένταξη ενός τεράστιου πλήθους ξένων στη ζωή της πόλης, και από εκεί γινόταν η τροφοδοσία της Αθήνας με νέους κατοίκους, καθώς και η διανομή τους, σε περιοχές κατοικίας ειδικά χτισμένες για μετανάστες. Αυτή η κατάσταση, οπωσδήποτε, δημιούργησε στην περιοχή μια εκτεταμένη εικόνα "υποβάθμισης", καθώς οι δραστηριότητες στην περιοχή της πλατείας ήταν για τους παλιότερους Αθηναίους "ανοίκειες", το ίδιο και οι άνθρωποι. Και τότε ήρθε ο σχεδιασμός, και ανέλαβε να κατασκευάσει ένα νέο περιβάλλον ώστε να οικοδομηθεί εκεί η (κοινωνική, πλέον) Ομόνοια. Με πολιτική πρωτοβουλία, η επιφάνεια της πλατείας επανασχεδιάστηκε, στο κέντρο της βρέθηκε να δεσπόζει ένα περίοπτο σιντριβάνι με πρωτοποριακά λοξούς πίδακες νερού, και το "προβληματικό" πλήθος εκτοπίστηκε στις παρειές της. Εκεί κυριάρχησαν οι κυλιόμενες σκάλες του ΗΣΑΠ, οι πρώτες στην Ελλάδα, στις οποίες καθημερινά γινόταν λαϊκό προσκύνημα, με τον ίδιο ενθουσιασμό, τόσο από τους παλιούς όσο και από τους νέους Αθηναίους - μέχρι φυσικά να χαλάσουν. Το σκηνικό συμπληρώθηκε με την ανέγερση πολυόροφων, σύγχρονων κτιρίων γραφείων, που σχεδιάστηκαν από γνωστούς και αναγνωρισμένους αρχιτέκτονες της εποχής, και εκεί εγκαταστάθηκαν τράπεζες, ξενοδοχεία και αεροπορικές εταιρείες. Η φαντασμαγορία της νέας Ομόνοιας αποτυπώθηκε σε πλήθος ελληνικών ταινιών, πολλές από τις οποίες ξεκινούν με εντυπωσιακές νυχτερινές λήψεις της περιοχής. Λεπτομέρειες δεν φαίνονται, κυριαρχούν όμως οι φωτισμένοι πίδακες, η κυκλοφορία των αυτοκινήτων, οι μοντέρνες προσόψεις και οι επιγραφές νέον. Φετίχ, για το σύνολο του πληθυσμού της πόλης. Παλιοί και νέοι για λίγο ένιωθαν δικαιωμένοι. Το κέντρο της πλατείας βέβαια δεν ήταν ακριβώς πλατεία, αλλά λίμνη, όμως βρήκε κι αυτό τη χρήση του: μετά από κάθε ποδοσφαιρικό αγώνα, οι οπαδοί της ομάδας που είχε κερδίσει έπεφταν μέσα, ενώ γύρω στο δρόμο κόρναραν τα αυτοκίνητα, κάνοντας κύκλους. Φυσικά οι μοντέρνες εικόνες σε κάποια στιγμή παλιώνουν, και έτσι συνέβη και με την περίπτωση της Ομόνοιας. Η γνωστή κατάρα ξύπνησε, τα εντυπωσιακά κτίρια μαύρισαν από τα καυσαέρια, η πλατεία υποβαθμίστηκε ξανά, από αγαπημένο σκηνικό των νεαρών μηχανικών μετατράπηκε σε μέρος προς αποφυγή, και έμεινε να περιμένει την επόμενη αναμόρφωση.Η ακόμα παλιότερη μορφή της πλατείας κρατούσε από άλλα τριάντα χρόνια πριν, τη δεκαετία του ’30, μετά τη "Μικρασιατική Καταστροφή", και την αμέσως προηγούμενη πλημμύρα κόσμου στην Αθήνα. Με εκείνη την ομογενοποίηση, ήταν η πρώτη φορά που η Ομόνοια έγινε κυκλική και απέκτησε υπόγειο σταθμό του Ηλεκτρικού, ο οποίος αντικατέστησε τον Τροχήλατο του Τρικούπη. Το πρωτοφανές αυτό έργο υποδομής, καμάρι της κυβέρνησης, έφερε την Ομόνοια στον πυρήνα ενός νεύρου που ένωνε το Λιμάνι του Πειραιά και τις ακριβές περιοχές κατοικίας στα Βόρεια προς την Πατησίων με το κέντρο της Αθήνας. Ενώ η πλατεία υπήρχε ως δημόσιος κήπος από την εποχή του Όθωνα (και μάλιστα είχε από τότε ονομαστεί πλατεία Ομόνοιας, μετά τα επεισόδια της 3ης Σεπτεμβρίου), ήταν ίσως η πρώτη φορά που η Ομόνοια βρισκόταν συνδεδεμένη με τέτοιον τρόπο με το σύνολο της πόλης. Ενώ διατήρησε το χαρακτήρα αναψυχής που είχε και στο παρελθόν, η μορφή που της υπαγορεύθηκε να πάρει το ’30 κορυφώθηκε και έλαμψε σε ένα παροιμιώδες κιτς: για να διατηρηθεί ο "κλασικός χαρακτήρας" της πλατείας, οι εξαερισμοί του Ηλεκτρικού μασκαρεύτηκαν σε εννέα ψηλούς Ιωνικούς κίονες, πάνω στους οποίους βρίσκονταν ισάριθμα αγάλματα των εννέα Μουσών – από αυτές που είχαν επιστρέψει στην κοιτίδα τους. Η μία νομίζω δεν ήταν εξαερισμός, απλώς Μούσα. Η επιλογή προκάλεσε στην εποχή της τόσα γέλια όσο και πονοκεφάλους. Το ίδιο κιτς, βέβαια, θα ήταν και η επόμενη ανάπλαση της Ομόνοιας, το ’60. Ελληνικούρες μπορεί να μην είχε, παρέμενε όμως ιδεώδης πλατεία προς φωτογράφηση ή κινηματογράφηση και ανάρτηση διαφημίσεων. Ο "επίσημος" σχεδιασμός ερχόταν και αυτή τη φορά να επέμβει στο παρόν, προβάλλοντάς το σε κάποιο σχεδιασμένο και προδιαγεγραμμένο μέλλον, αντί για το σχεδιασμένο παρελθόν της πλατείας του ’30. Σε κάθε περίπτωση πάντως, επιχειρούσε να διαφημίσει μια "ρήξη", ενώ αυτό που τον απασχολούσε και τον τροφοδοτούσε ήταν να την αφομοιώσει μέσα σε μια σχεδιασμένη "συνέχεια".Με την ανάπλαση της δεκαετίας του ’90, η δύστροπη πλατεία εξακολουθεί βεβαίως να αντιστέκεται στον ευπρεπισμό. Στην υποβαθμισμένη Ομόνοια, με τους Αλβανούς (συνειδητά, αυτή τη φορά) μετανάστες και τους ναρκομανείς, η ιστορία του ’30 και του ’60 ξανά επαναλαμβάνεται, και ξανά ως φάρσα. Πριν απομακρυνθούν τα ελενίτ, είχε προκληθεί διάχυτος ενθουσιασμός με την αποκατάσταση των όψεων στα γύρω κτίρια – για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια φάνηκε ότι τα μοντέρνα κτίρια του ’60 είχαν ωραία υλικά, χρώματα, υφές, και μια μεγάλη ομορφιά δική τους, που στεκόταν δίπλα στα γενικώς αποδεκτά "νεοκλασικά", αυτόνομα και ισάξια. Το ένα μόνο του Κιτσίκη την πάτησε, και θα ήταν από τα πιο ωραία, το ντύσανε παντού με πανέλα, και τώρα στεγάζει πολυκατάστημα ειδών μακιγιάζ με καφετέρια στην ταράτσα και είναι γελοίο. Στο κέντρο της όψης του συνήθως φιλοξενεί μεγάλα πανώ με μεταεικαστικές μεταπαρεμβάσεις. Οιωνός για το τί ετοιμαζόταν στη μεταπλατεία.Το πρώτο δείγμα της μεταπλατείας φάνηκε στο δάπεδό της γύρω από τις εξόδους του μετρό, εκεί όπου είχε βάλει ο Έβερτ να φυτέψουν τους φοίνικες. Γκρίζο ρε παιδί μου, πώς είναι έτσι, άσε που βρωμίζει αμέσως. Μερικές πλάκες είχαν ήδη σπάσει. Διακριτικό touch με αναφορές στην Αθήνα του ’60 το ένθετο χυτό μωσαϊκό με τα πολύχρωμα πετραδάκια. Το υλικό είναι εξαιρετικά δημοφιλές στη γενιά των αρχιτεκτόνων 30-something και το μεταχειρίζονται με μεγάλη τρυφερότητα, αποπνέει ιστορία χωρίς να είναι μάρμαρο. Το βάζει και ο Koolhaas. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήθελε να υποδηλώσει τη σχέση της Αθήνας με τη θάλασσα ή κάτι τέτοιο. Όχι με τα βότσαλα, με τον Πειραιά. Ίσως και με τη Βαρκελώνη. Μπορεί και να είχε πολλαπλούς συμβολισμούς, δεν ξέρω. Η προσωπική μου αγωνία ήταν οι φωτεινές γραμμές που θα έκοβαν την επιφάνεια το βράδυ, αυτές δεν τις έβλεπα πουθενά. Τελικά ησύχασα όταν είδα ένα συνεργείο με δισκοπρίονα να χαράζει ευθείες στα πάντα, πλάκες και μωσαϊκό μαζί. Εκεί μπήκαν τα φώτα, με κάτι χοντρές μεταλλικές μπορντούρες που στην αρχή δεν μου άρεσαν καθόλου, μετά όμως σκέφτηκα ότι ήταν για να γυαλίζουν και τη μέρα, και περίμενα κάθε βράδυ μήπως και τα ανάψουν, δοκιμαστικά. Κάτι μυστήριο συνέβαινε βέβαια, αλλού είχε φώτα, αλλού δεν είχε, αλλού τελείωναν περίεργα, δεν πειράζει, θα τα φτιάξουν μετά. Και θα τα ανάψουν. Στο μεταξύ, έγινα μάρτυρας της πρώτης επίσημης αποκαθήλωσης κάγκελων Αβραμόπουλου (έχω κρατήσει στο σπίτι για σουβενίρ μια χρυσή φουντίτσα που ξεκόλλησε με το πέσιμο, τρία κιλά η καθεμία ζυγίζει, είναι όλες μασίφ) και της αντικατάστασής τους με κομψά μεταλλικά κυλινδράκια. Μπήκαν και οι προβολείς με μείωση της διατομής προς τα πάνω, αυτό ήταν, τελείωσε, η πλατεία του Sants με τα φωτιστικά της Barceloneta στην Αθήνα. Και μετά έφυγαν τα ελενίτ, έφυγαν και οι εργάτες, και δεν ξαναήρθαν.Σοκ και δέος. Το video wall το ήξερα ότι δεν θα έμπαινε (υπήρχε και ένας έντονος προβληματισμός στην ακαδημαϊκή κοινότητα για το τί είναι δέον να προβάλλει, κάτι για κονστρουκτιβισμό λέγανε), για τα γυάλινα στέγαστρα στο Μετρό ώστε να βρίσκονται σε αρμονία με τα ασανσέρ το ίδιο είχα ακούσει. Τα φώτα στο δάπεδο όμως; Γιατί αλλού έχει και αλλού δεν έχει; Καλά, δεν πειράζει, μπορεί να αλλάζει ο εργολάβος, θα τα συνεχίσουν και θα τα ανάψουνε σε κάποια στιγμή να τα δω επιτέλους πώς είναι τα ρημάδια, εδώ έχει μείνει όλη η πλατεία ασκούπιστη και ξεκολλάνε οι πλάκες. Μετά άρχισα να ψάχνω τις λεπτομέρειες. Το ξύλινο δάπεδο τελικά είχε μπει, φαινόταν αν πήγαινε κανείς πολύ κοντά, αλλά ήθελε σφουγγάρισμα. Στη θέση τους και οι κερκίδες θέασης της Ακρόπολης από την Αθηνάς, λίγο ξέμπαρκο το αντικείμενο, αλλά ήταν από ωραίο πελεκητό μπετόν. Στα ενδότερα τώρα. Το σιντριβάνι καλό φαινότανε, σαν τα στραβά του Μωραϊτη, και είχε και ωραία φωτάκια στο δάπεδο (...θα τα άναβαν σε κάποια στιγμή;). Υαλότουβλα δεν είχε, αλλά δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς με είχε προβληματίσει το ότι στο μετρό στην Ομόνοια δεν είχε κανένα εργοτάξιο στη θέση όπου θα έπρεπε να γίνει η τρύπα, οπότε μάλλον πάει κι αυτό. Το πιο ακατανόητο για μένα ήταν εκείνο το μεγάλο σήκωμα στη μεριά της 3ης Σεπτεμβρίου, αυτό δεν μπόρεσα να το ερμηνεύσω κάπως. Μετά γύρισα πίσω και είδα ένα θεόρατο έργο τέχνης του Ζογγολόπουλου, μάλλον με θέμα τον τετραγωνισμό του κύκλου, το οποίο ήταν τοποθετημένο μέσα σε ακανόνιστου σχήματος γούρνα χωρίς απορροές (ναι, τελευταίο το πρόσεξα, ίσως επειδή δεν το θυμόμουν από τα σχέδια). Η καθοριστική στιγμή όπου συνειδητοποίησα ότι τα πράγματα είναι τελείως σκατά ήταν όταν αντί για την πλατεία άρχισα να βλέπω τον κόσμο που σταματούσε και κοίταζε αποβλακωμένος.You’ve never got a second chance to make the first impression. Και άμα μετά το πιάσουνε και οι δημοσιογράφοι, δεν σώζεται με τίποτα. Η κριτική που έγινε από τον τύπο και τους εξαρτώμενους από αυτόν δημόσιους φορείς κινήθηκε στα όρια του χυδαίου, με αποκορύφωμα μία αισχρή συνέντευξη του Προέδρου της ΕΑΧΑ, Ι. Καλαντίδη, δημοσιευμένη στην "Καθημερινή" (9.3.2003), αρκετό καιρό μετά τα άδοξα αποκαλυπτήρια. Η ελεγεία συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Η αρχιτεκτονική ομάδα αντέδρασε σπασμωδικά, έπεσε στην παγίδα να εμπλακεί στο δημόσιο διάλογο με όρους εφημερίδας, και επέρριψε τις ευθύνες "στον εργολάβο", με ολίγη από την κακιά τη μοίρα, καθώς οι μόνοι ίσως άνθρωποι του τεχνικού κόσμου που είναι για τις εφημερίδες πιο μισητοί από τέσσερις νεαρούς που σχεδίασαν μια πολύ κεντρική πλατεία, είναι "Οι Εργολάβοι". Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι αντίστοιχης ηλικίας και αντίστοιχων φρονημάτων, οι οποίοι γνώριζαν πως ήταν και αντίστοιχα ευάλωτοι. Δεν το έπαιξαν καλά και έχασαν. Οι επεμβάσεις του κατασκευαστή και διαφόρων εγκάθετων στη μελέτη περιγράφονται εμπεριστατωμένα εδώ και δεν έχει νόημα να επεκταθούμε προς αυτήν την κατεύθυνση.Άκουσα πολλή κριτική για την Ομόνοια και από αρχιτέκτονες, την οποία φυσικά πήρα από την αρχή πολύ πιο σοβαρά, επειδή δεν υπήρχε κανένας λόγος για λαϊκισμούς. Η πλατεία ήταν όντως κακοσχεδιασμένη – προσπαθούσε να πει τα πάντα σε ένα μέρος όπου τα ζητούμενα ήταν συγκεκριμένα κι ας μην είχαν γίνει από την αρχή ξεκάθαρα (…μια "μοντέρνα πλατεία", ακριβώς όπως και ακριβώς όσο του ’60, μόνο με πιο σύγχρονο "λεξιλόγιο" και κάτι - οικονομικά - φανταχτερό και να φέρνει σε Βαρκελώνη επειδή έχουμε και Ολυμπιακούς), και επιπλέον, το βάθος της επέμβασης ήταν τόσο ρηχό και οι προοπτικές τόσο περιορισμένες ώστε δεν υπήρχε λόγος να γίνουν τα πράγματα πολύπλοκα. Δεν είναι τυχαίο ότι σε μια συνέντευξή της λίγο μετά τη βράβευση, η μελετητική ομάδα δήλωσε πως αρχικά ήθελε να σχεδιάσει μία έκταση "εντελώς άδεια" - ίσως επειδή τα μέλη της γνώριζαν από την αρχή πως ήθελαν να καλύψουν τα πάντα. Επιπλέον, φάνηκαν να είναι ιδιαίτερα αρνητικοί στην προοπτική ενίσχυσης των φυτεύσεων, όχι ακριβώς επειδή αυτό είναι σχεδόν αδύνατο στο συγκεκριμένο μέρος όπου στο υπόγειο βρίσκεται σταθμός του μετρό, αλλά επειδή ήθελαν να ξεφύγουν από κάποια "πλατεία του χωριού" [sic] που είχαν απωθήσει κάπου στο μυαλό τους (και κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι απολύτως μέσα στο πνεύμα της Ομόνοιας, αν ήθελε κανείς να σεβαστεί την ανομολόγητη ιστορία της χωρίς να προτείνει μια ρήξη). Αυτό δεν είναι μόνο φιλολογική άποψη – στο Σιδηροδρομικό Σταθμό του Sants, στη Βαρκελώνη, σχεδιάστηκε το 1986 από την ομάδα A. Viaplana / H. Piñon μία τέτοια "άδεια" πλατεία, σε πολύ πιο έκκεντρη και ασαφή περιοχή της πόλης, η οποία όμως παρέμεινε "άδεια" από την αρχή ως το τέλος, και ο σχεδιασμός περιορίστηκε σε πολύ διακριτικές εντάσεις της προοπτικής του ανθρώπινου ματιού με την κατάλληλη τοποθέτηση των στοιχείων του εξοπλισμού (στέγαστρα, φωτιστικά, καθίσματα), καθώς και την υπόμνηση της απροσδιοριστίας του κενού χώρου με μερικά πανέξυπνα στοιχεία νερού, το οποίο χύνεται στο έδαφος και βρίσκει μόνο του το δρόμο του, μέχρι να εξατμιστεί. Στη Βαρκελώνη η πλατεία αυτή λέγεται "το ταψί" ή "το βενζινάδικο", ειδικά τα καλοκαίρια, και δεν είναι η αγαπημένη των κατοίκων, αλλά είναι απόλυτα συνεπής ως προς τις αρχές του σχεδιασμού της και έχει μεγάλο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ως εμπεριστατωμένη και άρτια διατυπωμένη άποψη.Ο άλλος βασικός άξονας της κριτικής αφορά έναν άξονα – εκείνον που αποτελείται από τις οδούς 3ης Σεπτεμβρίου και Αθηνάς. Αυτού του είδους η κριτική προσπερνά ακόμα και την επιλογή των αρχών σχεδιασμού από τους μελετητές, και μοιάζει να ξεκινάει από "αντικειμενικά κριτήρια" - πράγμα για την κριτική τουλάχιστον ύποπτο. O άξονας αυτός υπάρχει από τα πρώτα πολεοδομικά σχέδια της Αθήνας, και σχεδιάστηκε ώστε να "βλέπει" κατευθείαν στην Ακρόπολη, σύμφωνα με τα πρότυπα του κλασικισμού. Από την Ομόνοια, υπάρχει προς την Ακρόπολη αυτό που στα ξύλινα λέγεται "οπτική φυγή", διαμέσου της 3ης Σεπτεμβρίου και της Αθηνάς. Η λύση, ακριβώς κάθετα επάνω στον άξονα, πρότεινε ένα σιντριβάνι-τοίχο, που κόβει τη θέα. Μάλιστα, για άλλους λόγους, πρακτικούς (...που είχαν να κάνουν με ένα αδέσποτο ασανσέρ του μετρό), η επιφάνεια της πλατείας προς τη μεριά της 3ης Σεπτεμβρίου έπρεπε να ανασηκωθεί κατά δύο περίπου μέτρα, οπότε το Μνημείο Των Μνημείων που βρίσκεται στο βάθος του δρόμου δεν φαίνεται με τίποτα. Η εντονότερη κριτική από τη μεριά αρχιτεκτόνων εντοπίστηκε κυρίως σε αυτό το σημείο (και μετά ξεχείλωσε στα γνωστά περί προβληματικών διαγωνισμών, αρχιτεκτονικής παιδείας κλπ). Η μελέτη δεν είχε αγνοήσει την ιδιαίτερη μετωπική θέα της Ακρόπολης από την Ομόνοια - μάλιστα της έδωσε ιδιαίτερη έμφαση, έστω και αδέξια, προτείνοντας την κατασκευή εκείνης της φαρδιάς σκάλας που δεν οδηγεί πουθενά, προς τη μεριά της Αθηνάς, ως "καθιστικό" (και η οποία, με δεδομένους τους χρήστες, δεν είναι τυχαίο ότι ονομάστηκε stairway to heaven). Οποιοσδήποτε δημόσιος χώρος έχει κατασκευαστεί στην πρωτεύουσα όμως, είτε κτίριο είναι είτε πλατεία, και τα διακόσια περίπου χρόνια που υπάρχει η πόλη, έχει δεχτεί κριτική για την "προβληματική" σχέση του με τον Παρθενώνα, οπουδήποτε και αν βρίσκεται, και φυσικά η Ομόνοια δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από την τυπική αυτή διαδικασία. Η κατάρα της Ομόνοιας λοιπόν δεν φαίνεται να έχει τόσο σχέση με μούμιες, όσο με τους Αρχαίους Ημών Προγόνους, και όχι αποκλειστικά με την Ακρόπολή τους.Ένα ενδεικτικό περιστατικό συνέβη πέρσι το καλοκαίρι τέτοιον καιρό, στην Αρχιτεκτονική Σχολή της Αθήνας. Καθηγητής της Σχολής, φορέας μεγάλης οικογενειακής παράδοσης και ονομαζόμενος "θεός", με τον ίδιο περίπου τρόπο που ονομαζόταν θεός ο εκσυγχρονιστής Πρωθυπουργός της Ελλάδας πριν και μετά τη Χούντα (και του οποίου Υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. υπήρξε για ένα διάστημα ο πατέρας του καθηγητή, επίσης αρχιτέκτονας και καθηγητής του Πολυτεχνείου), διόρθωνε μία εντυπωσιακή διπλωματική με θέμα μια ανάπλαση στο Λιμάνι του Πειραιά. Ο (εξαιρετικά ταλαντούχος και σχετικά trendy) φοιτητής είχε σχεδιάσει μεταξύ άλλων μία υπερυψωμένη κατασκευή, η οποία, από το επίπεδο της προβλήτας, μάλλον έκρυβε το λόφο με τα Μακρά Τείχη προς το Κερατσίνι. O Καθηγητής εξανέστη με το δικό του ξεχωριστό τρόπο και άρχισε να ωρύεται, ώστε να ακούγεται σε ολόκληρη την αίθουσα και ίσως και παραέξω. Ο φοιτητής είχε προσβάλει τη Μνήμη με τρόπο υπερφίαλο, και ήταν σχετικά trendy. Ακριβώς όπως είχαν κάνει οι σχεδιαστές της Ομόνοιας. "Οι Μαλάκες" - έτσι άρχισε να τους λέει, "τους θυμάμαι εγώ από τότε που ήταν εδω μέσα, τέτοιοι ήτανε και τέτοια θέλανε να κάνουνε". "Που ξεφτίλισαν ολόκληρο τον κλάδο". "Οι Μαλάκες". Λάβρος ο Καθηγητής - και με το δίκιο του, ο άνθρωπος, όπως πάντα. Μόνο τρομερά φωνακλάς, πάλι όπως πάντα - ή τουλάχιστον, όπως τον θυμόμαστε.Ο Καθηγητής αυτός είναι οτιδήποτε εκτός από τυχαίος. Για την ακρίβεια, είναι ζωντανός φορέας μιας συναρπαστικής παράδοσης: της ζωντανής παράδοσης της Αρχιτεκτονικής - Σχολής - Του - Εθνικού - Μετσόβιου - Πολυτεχνείου, που ανέθρεψε γενιές αρχιτεκτόνων στην Ελλάδα. Η Ψυχή της και το Πνεύμα της, ο σκληρός πυρήνας, όχι τόσο από κληρονομικό δικαίωμα, όπως συχνά κατηγορείται, όσο από κληρονομική υποχρέωση, της οποίας φαίνεται να έχει βαθιά επίγνωση. Γιος, εγγονός, ανιψιός, αδερφός, ξάδερφος και δάσκαλος καθηγητών της Αρχιτεκτονικής, μαθητής "του Δεσποτόπουλου, του Πικιώνη, του Κωνσταντινίδη,...", μαθητής στο Κολλέγιο Αθηνών το '50, γεννημένος σε τέτοιο περιβάλλον και αφοσιωμένος σ' αυτό και στην αναπαραγωγή του μια ολόκληρη ζωή. Δάσκαλος, με κεφαλαίο γράμμα, τόσο για τους αναρίθμητους φοιτητές που περάσαν από τα χέρια του, όσο και για εμάς τους υπόλοιπους. Ζωντανό κεφάλαιο, που πάει σε λίγο να κλείσει, με το μέλλον της κληρονομιάς του υπό αμφισβήτηση. Ενώ ο ίδιος σχεδιάζει σε ένα ιδίωμα ξεκάθαρα ορθολογικό και χωρίς ίχνος γραφικότητας (..."μοντέρνο"), πράγματα που μπορούν να τον κάνουν θηρίο είναι η μη απόδοση της δέουσας σημασίας σε αρχαία κατάλοιπα ή (..."γνήσιες") εκφράσεις του "λαϊκού πολιτισμού", χωρίς ο ίδιος να είναι ούτε κατά διάνοια λαϊκός (πάλι από κληρονομικότητα, θέλοντας και μη, παρ'όλες τις πιθανές προσπάθειες), ούτε βέβαια αρχαίος, επειδή τότε δεν ζούσε. Συμπεριφέρεται, όμως, ως θεματοφύλακας - και αυτό είναι. Αλλά τίνος πράγματος;H Ομόνοια είναι τόπος άρρηκτα συνδεδεμένος με μία ατέλειωτη διαδικασία αστικοποίησης, χαρακτηριστική για την πρωτεύουσα οποιουδήποτε εθνικού κράτους, και, φυσικά, και της Ελλάδας. Αγροτικής προέλευσης πληθυσμοί από κοντινά ή μακρινότερα μέρη συρρέουν στην Ομόνοια εδώ και διακόσια περίπου χρόνια για να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αθήνα, και στην πλατεία εκδηλώνεται διαρκώς μια σύγκρουση ανάμεσα στις προσωπικές "αποσκευές" τις οποίες φέρνουν μαζί τους, και την "ομόνοια"/ομογενοποίηση που έχει να διεκπεραιώσει η πρωτεύουσα, ως αποστολή. H Ομόνοια επιτυγχάνεται μέσω της επιβολής μιας σειράς προτύπων - ιδεών, συμπεριφοράς, γλώσσας, ακόμα και "αναμνήσεων" - τα οποία αναφέρονται όλα στην ίδια "κεντρική ιδέα" - εκείνη της "συλλογικής ταυτότητας", με την απολύτως κυριολεκτική σημασία. Όταν μιλάμε για "κεντρική ιδέα", μιλάμε αυτόματα για σχεδιασμό, και μάλιστα σχεδιασμό "ανοιχτό" και ευέλικτο σε βάθος χρόνου, για "Μεγάλο Σχεδιασμό". Ο Σχεδιασμός δεν είναι υπόθεση μόνο των αρχιτεκτόνων (...για αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία): μιλάμε συχνά για πολιτικό σχεδιασμό, ή για οικονομικό σχεδιασμό, ή ακόμα και για το σχεδιασμό της ιστορίας ή του πολιτισμού - πράγματα, δηλαδή, του νεωτερικού κράτους. Η Ομόνοια είναι πεδίο όλων αυτών των σχεδιασμών, οι οποίοι σπάνια συμπίπτουν, και αυτό προκαλεί εντάσεις. H δομή που μοιάζει, πάντως, να παραμένει απαράλλαχτη από την εποχή του Όθωνα και έπειτα, είναι η ακτινική διασύνδεση της πλατείας με την ενδοχώρα (της), και η μετωπική της αναφορά στην Ακρόπολη. Μάλιστα, αν για λόγους εγκυκλοπαιδικούς πάμε ακόμα πιο πίσω, στην περιοχή όπου οι Κλεάνθης - Schaubert και αργότερα ο Klenze τοποθέτησαν την Πλατεία Ομονοίας, συγκεντρώνονταν δρόμοι από την αγροτική περιφέρεια στο σημείο της "Μενιδιάτικης Πόρτας" (ή Γκριμπ Καπουσί ή Πόρτας των Αγίων Αποστόλων), και από εκεί γινόταν η είσοδος στην περιτειχισμένη πόλη της Αθήνας (για περισσότερα βλ. εδώ). Η Ομόνοια είναι κατώφλι.Ο γεωμετρικός σχεδιασμός που διατρέχει τόσο το σχέδιο Κλεάνθη - Schaubert, όσο και εκείνο του Klenze, αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοκλασικής - ρομαντικής πολεοδομίας, όπως αυτή μορφοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα. Εξίσου συστατικά στοιχεία της αποτελούν και μια σειρά από άλλα χαρακτηριστικά, που είχαν μεν κάνει την εμφάνιση τους σε διάφορες στιγμές από την Αναγέννηση και μετά, τώρα όμως είχαν όλα μαζί διαρθρωθεί σε ένα δομημένο σύνολο. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ο ποσοτικός προγραμματισμός, όταν λόγου χάριν καθορίζουν τον προσδοκώμενο ανώτατο αριθμό των κατοίκων της Αθήνας σε 40.000· ο λειτουργικός προγραμματισμός και η ορθολογιστική χρήση του χώρου, όπως φυσικά και η αναγκαστική ιστορική αναφορά. Η πολεοδομική αυτή σύλληψη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις έννοιες Έθνος, Νόμος, Κράτος και Κυβέρνηση, όπως αυτές αναδείχθηκαν στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Είναι έννοιες της νέας αστικής συνείδησης και βρίσκουν τη συμβολική τους έκφραση ακριβώς στο Άστυ, τη Νέα Πόλη. Η νέα αυτή πόλη πρέπει να είναι αφενός μια ορθολογιστική Πόλη-Μηχανή, με απρόσκοπτη λειτουργία, με το μύθο του απόλυτου ελέγχου και του απόλυτου προγραμματισμού, μια πόλη που λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, και αφετέρου μια Πόλη-Κέντρο, Πρωτεύουσα του Κράτους δηλαδή Κέντρο της Εξουσίας, υλικό σημείο συγκέντρωσης πληροφοριών και εκπομπής των διαταγών, αλλά και Συμβολικό Κέντρο της ακτινωτής διάταξης του εθνοκρατικού χώρου. Επιπλέον, οτιδήποτε συγκεντρώνεται στην Ομόνοια διαμέσου των ακτίνων της, "αποδίδεται" στην Ακρόπολη, ομογενοποιείται εκεί μέσα στον άλλο μύθο, εκείνον της συλλογικής ταυτότητας διαμέσου της συνέχειας του Έθνους, και εκπέμπεται ξανά προς την περιφέρεια από την οποία προήλθε, επεξεργασμένο και εξευγενισμένο μέσα στη λαμπρότητα του κλασικού πολιτισμού, "εξελληνισμένο" και αστικοποιημένο (έστω και αν το πρώτο βήμα είναι η μικροαστικοποίηση, από την οποία, για να ξεφύγει κανείς, χρειάζονται πλέον άλλα πράγματα).Θεματοφύλακας και κινητήρας αυτής της διαδικασίας είναι μία συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, η οποία αφ'ενός μπορεί (και επιτρέπεται) να συμμετέχει ουσιαστικά στο δημόσιο Σχεδιασμό, και αφ'ετέρου εξασφαλίζει τα μέσα για την αναπαραγωγή και την εξάπλωσή της, με τους δικούς της όρους. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη "αστοί", επειδή είναι τρομερά παρεξηγημένη, και γι'αυτόν το λόγο πολλές φορές άστοχη. Πρόκειται πάντως για ανθρώπους άμεσα συνδεδεμένους με τις δραστηριότητες του κράτους, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Τα περί "κλειστής ομάδας", οικογενειοκρατίας κλπ πολύ περισσότερο μοιάζουν με συνθήματα ή με αναφορές σε άλλο πράγμα, παρά με διαπιστώσεις που ανταποκρίνονται στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, χωρίς βέβαια να είναι και ανεδαφικά για πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις. Τα πιο ενεργά και συνειδητά μέλη αυτής της ομάδας όμως έχουν βαθιά συναίσθηση μιας γενικότερης κοινωνικής αποστολής, ακλόνητη πίστη στην ορθότητα του εγχειρήματός τους, και διατηρούν την ομάδα "ανοιχτή", σε όσο το δυνατόν περισσότερα νέα μέλη. Ας τους ονομάσουμε λοιπόν "Εκσυγχρονιστές". Ο "εκσυγχρονισμός" είναι όρος τον οποίο συναντάμε συχνότερα στην πολιτική, ενώ αντίστοιχα το ίδιο πράγμα ονομάζεται στην ιστορία "μετάβαση στη νεωτερικότητα", στην τέχνη "μοντερνισμός" κλπ. Δεν θέλω να αρχίσω να ακούγομαι σαν μαρξιστής, επειδή δεν πιστεύω στην παντοκρατορία της "δυναμικής του συστήματος". Είμαι σίγουρος πως τίποτε δεν προκύπτει νομοτελειακά, παρά μόνον εάν πολλοί άνθρωποι το επιλέξουν, και μάλιστα όχι ακριβώς από τις αναδυόμενες, αλλά τις πιο απομακρυσμένες (...σχεδόν "ξένες") περιοχές της κοινωνίας. Εκεί άλλωστε βρίσκεται η ουσία της αστικοποίησης, ή του "εκσυγχρονισμού".Στα πλαίσια του εθνικού κράτους, η αστικοποίηση/εκσυγχρονισμός πραγματοποιείται με μία διαδικασία παρόμοια με της αποικιοκρατίας. Το εθνικό κράτος δεν περιορίζεται σε μια οικονομική μόνο διαχείριση, αλλά στηρίζεται εξίσου (αν όχι περισσότερο) σε μία συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη πολιτιστική πολιτική, δομημένη γύρω από μία εθνική ιδεολογία. Ενώ διατηρείται η αρχική διάκριση ανάμεσα σε "κέντρο" και "περιφέρεια", οι πληθυσμοί οι οποίοι για διάφορους λόγους μεταναστεύουν στην πρωτεύουσα, ή, δευτερευόντως, εντάσσονται σε σχέσεις εξάρτησης από αυτήν, αφ'ενός καλούνται να υποβαθμίσουν (αν όχι να εγκαταλείψουν) τις δικές τους ιδιαίτερες πολιτιστικές και κοινωνικές παραστάσεις (...χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο φορτίζεται αρνητικά η λέξη "βλάχος"), και αφ'ετέρου να ενταχθούν στο εθνικό mainstream, όπως αυτό εκφράζεται από την επίσημη ιδεολογία με διάφορους τρόπους (ιστορία, γεωγραφία κλπ). Η κεντρική ιδέα και το περιεχόμενο της ιδεολογίας καθορίζεται, βεβαίως, από τους εκσυγχρονιστές, και απλώς αναφέρεται στους υπόλοιπους. Μάλιστα, οι εκσυγχρονιστές προχωρούν σε ένα είδος "φετιχισμού" των πολιτισμικών χαρακτηριστικών των άλλων ομάδων, κρατώντας για τον εαυτό τους το δικαίωμα να τα καταγράφουν, να τα κωδικοποιούν, να τα ερμηνεύουν και να τα διαχειρίζονται, ενώ ταυτόχρονα φέρνουν διαρκώς τις νέες ομάδες σε επαφή τόσο με τον "αστικό" πολιτισμό, όσο και με την επεξεργασμένη μορφή του "λαϊκού", ο οποίος όμως έχει πλέον τροποποιηθεί κατά τρόπον ώστε να εντάσσεται στο Σχεδιασμό και την κεντρική του ιδέα. Το "λαϊκό" μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να διατηρεί μια ακαταμάχητη γοητεία, όμως είναι πλέον άνευρο και έχει χάσει την αυτονομία του - έχει μετατραπεί σε μικροαστικό. Ένας συνειδητοποιημένος και κοινωνικά ευαίσθητος εκσυγχρονιστής δεν μπορεί βεβαίως ο ίδιος να είναι ούτε αγρότης, ούτε εργάτης, ούτε κάτι άλλο παρεμφερές. Θεωρεί όμως ότι πρέπει να υποδείξει στους εργάτες ή τους αγρότες το "αυθεντικό" περιεχόμενο της υπόστασής τους, το οποίο οι ίδιοι ίσως "αγνοούν", και στη συνέχεια να "ταυτιστεί" ο ίδιος μαζί τους, "αντλώντας" περιεχόμενο από αυτούς, ουσιαστικά όμως επιβάλλοντάς κάτι άλλο. Πιο αποτελεσματικό μέσο προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οπωσδήποτε η εκπαίδευση, αλλά αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο σχολείο. Αν ως (πολιτισμική) εκπαίδευση θεωρήσουμε τη διαδικασία ταύτισης ενός μεγάλου και ανομοιογενούς πληθυσμού με ένα δεδομένο σύστημα σημείων, αποστολή της εκπαίδευσης στο νεωτερικό κράτος είναι να εμπεδώνει σε αυτόν ακριβώς τον πληθυσμό την κεντρική ιδέα της εθνικής ιδεολογίας, η οποία, για την περίπτωση της Ελλάδας, είναι η αδιάλειπτη συνέχεια και ομοιογένεια του Έθνους από κάποια μακρινή αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε έναν δεδομένο γεωγραφικό χώρο. Μέσα στη γραμμική και προοδευτική αυτή πορεία, πρέπει να περιλαμβάνεται οπωσδήποτε η κλασική αρχαιότητα, και συγκεκριμένα η Αθήνα, επειδή κατ'αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η πολιτισμική σύνδεση του έθνους με κάποια Ευρώπη, η οποία και θεωρείται πηγή κάθε εκσυγχρονισμού.Η εκπαιδευτική λειτουργία της δημόσιας αρχιτεκτονικής, και μάλιστα εκείνης της πρωτεύουσας, είναι προφανής και αναμφισβήτητη. Η αρχιτεκτονική είναι συνθετική εργασία, και είναι ίσως η εργασία εκείνη η οποία, πιο άμεσα και πιο εύστοχα από οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να κατασκευάσει ένα περιβάλλον με αντιληπτικό νόημα για πολύ μεγάλο αριθμό πολύ διαφορετικών ανθρώπων, ακόμα και από το μηδέν. Γι' αυτόν το λόγο, η αρχιτεκτονική μπορεί να έχει τεράστια πολιτική σημασία. Ενώ στην Ελλάδα ακούγεται συχνά ο αφορισμός ότι "δεν υπάρχει αρχιτεκτονική πολιτική", αυτό ισχύει μόνο εν μέρει. Σε κρίσιμες περιόδους, αρχιτεκτονική πολιτική όχι μόνον υπάρχει, αλλά είναι εξαιρετικά συγκροτημένη και εμφανίζει στοιχεία διάρκειας και αντοχής σε βάθος χρόνου. Η επιλογή της νεοκλασικής μορφολογίας για τις νέες κατοικίες στο Ναύπλιο έγινε από τον ίδιο τον Καποδίστρια. Το αρχικό πολεοδομικό σχέδιο της νέας πρωτεύουσας στην Αθήνα έγινε με ευθύνη της Βαυαρικής αντιβασιλείας, και ήταν βαθιά πολιτική πράξη. Τα δημόσια μέγαρα που χτίστηκαν με έξοδα των "Εθνικών Ευεργετών" την ίδια εποχή έφεραν αυτούσιο τον κλασικισμό του Μονάχου στην Αθήνα, μαζί με του αρχιτέκτονές του, από εκεί. Τότε μπήκαν οι βάσεις για τα πάντα, που κρατήσαν γερά για διακόσια περίπου χρόνια. Αρχιτεκτονική πολιτική θα έχουμε ξανά στην Ελλάδα σε κάθε τριακονταετία "εκσυγχρονισμού", τόσο στην εποχή του Βενιζέλου με το ολοκληρωτικό ξήλωμα της Οθωμανικής Θεσσαλονίκης και την οικοδόμηση μιας νέας πόλης στη θέση της, με τα πρωτοποριακά σχολικά κτίρια σε όλη την επικράτεια και τα προγράμματα οργανωμένης στέγασης των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, όσο και στην εποχή του Καραμανλή με το (ανολοκλήρωτο) νέο Πολιτιστικό Κέντρο - "Αγορά" της Αθήνας, τη διαμόρφωση του περιπάτου στην Ακρόπολη και τα Ξενία. Αρχιτεκτονική πολιτική έχουμε ξανά τη δεκαετία του '90, με τα Ολυμπιακά Έργα της Αθήνας (συγκρότημα ΟΑΚΑ), τις αναπλάσεις της Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων και το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης. Και, για κάποιο μυστηριώδη λόγο, σε κάθε τέτοιο εκσυγχρονισμό, περιλαμβάνεται και από ένας επανασχεδιασμός της Ομόνοιας - ο οποίος ποτέ δεν μοιάζει να αντέχει.Στην τελευταία ανάπλαση της πλατείας, η πρόταση που προκρίθηκε στο διαγωνισμό για υλοποίηση έπιασε τα νήματα του εκσυγχρονισμού περισσότερο άγαρμπα από ποτέ, και μάλιστα με ένα θράσος που δεν δικαιολογείται από το αποτέλεσμα (ούτε καν της μελέτης που δεν υλοποιήθηκε). Σε μία αφόρητα δύσκολη πλατεία, επέλεξε τον εύκολο αλλά ολισθηρό δρόμο της εικονογραφίας, κάποιου lifestyle, εξαιρετικά σίγουρη για τον εαυτό της, αλλά εμφανιζόμενη ταυτόχρονα να αγνοεί (και ούτε καν να αρνείται) βασικά, δομικά χαρακτηριστικά, όχι ακριβώς του "χώρου" αλλά του τόπου - της ιστορίας του, της πολυεπίπεδης λειτουργίας του στην πόλη και της κοινωνικής του σύνθεσης. Σχεδίασαν στην Ομόνοια μία διακοσμητική πλατεία, τελευταία λέξη της τελευταίας μόδας, που θα μπορούσε να γίνει οπουδήποτε - εξ'ίσου κακά. Συνέχισαν τη διακοσμητική πλατεία του '60 με άλλη μορφή, διακηρύσσοντας όμως πως "αποδίδουν την επιφάνειά της στους πεζούς", πως "αναδεικνύουν αόρατες σχέσεις" (χωρίς να ενδιαφέρονται καν για τις ορατές παρά μόνο γκροτέσκα), πως την κάνουν "επικοινωνιακή", "αστική", "σύγχρονη", χωρίς όμως να προσπαθήσουν να ορίσουν ή να διαπραματευτούν τους κανόνες της επικοινωνίας, της πόλης ή της εποχής. Δηλαδή κενά συνθήματα. Λαϊκισμός, χωρίς ούτε καν να προσπαθεί να είναι "κάτι το ωραίον", και ταυτόχρονα, ασυνείδητα ελιτίστικη στάση απέναντι στα πράγματα. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν "εγκληματικό" το ότι έκλεισαν τη θέα της Ακρόπολης, επεμβαίνοντας μ' αυτόν τον τρόπο στη βαθιά δομή της πλατείας - είχαν κάθε δικαίωμα να το κάνουν, αν όμως είχαν έστω προσπαθήσει να πείσουν πως το γνώριζαν. Επειδή ούτε μία φορά δεν θυμάμαι να παραδέχτηκαν δημόσια πως τους συνέβη κατά τύχη - και θα το θυμόμουν. Γι' αυτό νομίζω εξεμάνη ο οργίλος καθηγητής τους. Ο ίδιος αυτός καθηγητής που διδάσκει τόσα χρόνια με τρόπο που υπνωτίζει το παραμύθι του λαϊκού ανθρώπου που αντικρίζει κατά πρόσωπο την Ακρόπολη και μπορεί να βλέπει καθαρά, το ίδιο παραμύθι που πηγάζει από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και διδάσκεται από γενιά σε γενιά, πικράθηκε που οι αντιδραστικοί μαθητές του ούτε καν έδειξαν να πήραν χαμπάρι τί ήταν αυτό ενάντια στο οποίο αντιδρούσαν. Στην Ομόνοια δεν συνέβη απολύτως τίποτα καινούριο, απλώς χάλασε το μόνο πράγμα που δούλευε, χωρίς στη θέση του να προτείνεται απολύτως τίποτα. Τίποτα. Μια οθόνη που δεν έδειχνε τίποτα. Η "απολύτως κενή πλατεία", με πέντε μπιχλιμπίδια, σε λάθος θέση. Η αντίληψη της πιο "εκσυγχρονιστικής" πλατείας της πρωτεύουσας, αυτή τη φορά ισοπεδώθηκε σε ό,τι πιο βαθιά και αμετακίνητα μικροαστικό, σε καθρεφτάκια και χάντρες - και "αποδόθηκε στους πολίτες". Καθαρίστηκε, φόρεσε "τα καλά της", και σήκωσε την επανάσταση. Ούτε καν "ολοκληρώθηκε" - αλλά αυτό δεν έχει απολύτως καμία σημασία. Οι ίδιοι εκείνοι οι ξεριζωμένοι που σε κάποια στιγμή βρέθηκαν στην Ομόνοια και ένιωσαν πως είχε αλλάξει η ζωή τους, πως ανήκαν πια αλλού, κατόρθωσαν να εκδικηθούν τον τόπο που τους έφερε σ'αυτήν την κατάσταση, χωρίς ούτε καν να προσπαθήσουν να καταλάβουν τί ήταν αυτό που τους συνέβη. Υποταγμένοι στο "πνεύμα της εποχής" και το "πνεύμα του τόπου" - η διαδικασία άλλωστε είχε ξεκινήσει είκοσι περίπου χρόνια νωρίτερα.Τελικά ανέλαβαν οι πολιτικοί. Αυθαίρετα συστάθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, το Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. και την Ε.Α.Χ.Α. επιτροπή διαχείρισης κρίσεων, η Ομόνοια μπήκε στο γύψο, και υπέστη "διορθωτικές επεμβάσεις", οι οποίες διαφημίστηκαν πριν καν γίνουν συγκεκριμένες - περίπου ως ρουσφέτι. Για να μπορεί η Ομόνοια να μπει σε προεκλογικό φυλλάδιο, έπρεπε "να πρασινίσει". Δέντρα με ρίζες στην Ομόνοια δεν φυτρώνουν, τοποθετήθηκε όμως κάθετα μπροστά στην Αθηνάς μια γλώσσα με γκαζόν και γλάστρες με δέκα ελιές, οι οποίες θα συμβόλιζαν "τις δέκα φυλές της Αρχαίας Αθήνας" (αυξάνοντας τις Εννέα Μούσες κατά μία) και θα άφηναν στη θέση του Άξονα το απαραίτητο κενό. Γκαζόν μπήκε και παραπίσω, με θάμνους που πάλι έκρυβαν τη μνημειακή θέα από την 3ης Σεπτεμβρίου, αλλά "τουλάχιστον" δεν ήταν "τσιμέντο". Ακόμα και το αμαρτωλό σιντριβάνι μετατράπηκε με ιδιαίτερα ευρηματικό τρόπο σε ζαρντινιέρα. Τα φώτα που μου άρεσαν δεν τα άναψαν ούτε μία φορά οι κακούργοι, και για προληπτικούς λόγους δεν κατασκευάστηκε το βραβείο για την πλατεία στο Μοναστηράκι, το οποίο επίσης μου άρεσε. Πάρα πολύ.Και μιλώντας για "φυλές", αντί επιλόγου: Στην Ομόνοια έχει όντως έρθει τα τελευταία χρόνια μια ριζική αλλαγή, η οποία δεν αντανακλάται καθαρά στη νεοκλασική δομή της. Το τελευταίο κύμα μεταναστών το οποίο καλείται να εντάξει η πλατεία στη ζωή της πόλης δεν έχει από την αρχή με την Ακρόπολη και τόσο μετωπική σχέση. Αν αντί για τις φυλές της αρχαίας Αθήνας φυτευόταν σήμερα στην Ομόνοια από μία ελιά για κάθε φυλή της σύγχρονης, στο υπόγειο αντί για μετρό θα μπορούσε να λειτουργεί ελαιοτριβείο. Ο τελευταίος (και τελειωτικός, ίσως;) εθνικός εκσυγχρονισμός, αυτή την κατάσταση είχε να διαχειριστεί, μεταξύ άλλων. Και έμεινε επαναπαυμένος στα εργαλεία του παρελθόντος, ενώ το συγκεκριμένο φαινόμενο, χωρίς να είναι ανοίκειο, έχει και μερικά στοιχεία πρωτοφανή. Ο τελευταίος εκσυγχρονισμός παρέμεινε ανολοκλήρωτος.
Πηγή: http://therealmartinos.blogspot.com
Πηγή: http://therealmartinos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου