Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Από τον Ρωμηό στον «γραικογάλλο»



Την πρώτη σαφή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας τη βρίσκουμε στον βυζαντινό ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.

Λίγα χρόνια μετά την Άλωση έγραφε στην Ιστορία του: «Και όταν έρθει ο καιρός… τα τέκνα των Ελλήνων θα συγκεντρωθούν και θα συστήσουν κράτος δικό τους και θα ζουν τη ζωή τους με τρόπο που θα αρέσει στους ίδιους και θα θαυμάζουν οι ξένοι.»2 Στον κατάλληλο δηλαδή καιρό θα αποτινάξουμε τον Οθωμανικό ζυγό και θα ανακτήσουμε την εθνική μας ελευθερία.

Ο Καιρός επέστη τον 18ο αιώνα με την γένεση στη Δύση του νεωτερικού πολιτισμού. Τότε εμφανίζεται και η πρώτη επιχειρησιακή διατύπωση της Μεγάλης Ιδέας. Ήταν το Πρόγραμμα του Ρήγα, το οποίο είχε ρητό στόχο την επαναστατική ανατροπή της οθωμανικής κρατικής δεσποτείας και την ανασύσταση της ελληνικής Οικουμένης στα βυζαντινά της όρια.

Έπειτα όμως από τη δολοφονία του Ρήγα, το Πρόγραμμά του εγκαταλείπεται και η Μεγάλη Ιδέα αλλάζει ριζικά περιεχόμενο. Στόχος του εθνικού Προγράμματος τώρα είναι η δημιουργία κράτους ευρωπαϊκού τύπου (κράτους-έθνους) και μάλιστα στα αρχαιοελλαδικά όρια. Η ταυτότητα του νεωτερικού ελληνικού κράτους θα βασίζεται στη ζεύξη του εισαγόμενου Κλασικισμού και του εισαγόμενου Διαφωτισμού, στη βάση -της εισαγόμενης επίσης- αποπομπής του Βυζαντίου στο σκότος το εξώτερο, -κατ’ αντίστιξη της ευρωπαϊκής αποπομπής του φεουδαρχικού «Μεσαίωνα».

Ο νεωτερικός Έλληνας δεν θα είναι πλέον Ρωμιός. Θα είναι «γραικογάλλος», σύμφωνα με την περιβόητη διατύπωση του Κοραή!
  
Εθνοκρατική ολοκλήρωση και εθνοκάθαρση
Υπ’ αυτή την μεταπρατική/εθνοκρατική εκδοχή της η «Μεγάλη Ιδέα» σφράγισε τις τύχες του νεωτερικού Ελληνισμού.

Κατηύθυνε, πριν απ’ όλα, την σταδιακή εθνοκρατική ολοκλήρωση του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους, για να κλείσει άδοξα τον κύκλο της στην Ιωνία, με την καταστροφή του 1922 και τη δημιουργία της κεμαλικής Τουρκίας. Στα ερείπιά της θεμελιώθηκε η τουρκική εθνοκρατική ολοκλήρωση, με εργαλείο τη συστηματική εθνοκάθαρση. Επικυρωμένη μάλιστα με μακιαβελικές ρήτρες αμοιβαιότητας από τη Συνθήκη της Λωζάνης, η εθνοκάθαρση εμπλέκεται, εφεξής, κατά τρόπο οργανικό στη σχέση του Ελληνισμού και του Τουρκισμού. 

Το νεωτερικό πρότυπο της εθνικής ολοκλήρωσης, ως λύση του Ανατολικού Ζητήματος, ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιηθεί χωρίς εθνοκαθάρσεις, χωρίς γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν δικαιώνει βέβαια τους αυτουργούς των σφαγών και των ανθρωπο-ξεριζωμάτων. Ενοχοποιεί όμως οπωσδήποτε το νεωτερικό πρότυπο και τους τυφλούς μεταπράτες του.

Τίθεται βεβαίως το ερώτημα, «αν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά;». Δεν είναι στο θέμα μας να το συζητήσουμε, αλλά ακόμα και αν δεχτούμε ότι από τη στιγμή που πυροδοτήθηκε ο μηχανισμός της αναδιαμόρφωσης του κόσμου στη βάση του εθνοκρατικού μοντέλου, ήμασταν και εμείς αναγκασμένοι να «προσαρμοστούμε», αυτό με τίποτα δεν θα δικαιολογούσε την απαίτησή μας να μην «προσαρμοστούν» και οι άλλοι με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή σε βάρος μας. 

Υπαινίσσομαι τις ατέρμονες συζητήσεις για την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, για το αν έπρεπε ή όχι να γίνει, για την έλλειψη ή όχι στρατηγικού στόχου και τα συναφή, όταν είναι ολοφάνερο ότι η διαχείριση της «Μεγάλης Ιδέας» θα ήταν αναγκαστικά στα χέρια του πλέον ακατάλληλου για τέτοιου είδους εγχειρήματα τύπου ανθρώπου, ο ορίζοντας του οποίου εκτεινόταν ανάμεσα σε «προαγωγές και μεταθέσεις», σε «διορισμούς ημετέρων» και στην πάση θυσία παραμονή στην εξουσία, έστω και «μια βδομάδα παραπάνω».
 
Αλλά ας συνοψίσουμε: Για τον κυρίαρχο ευρωφρενή λόγιο η βυζαντινή ελληνική ταυτότητα (η ρωμέηκη) έπρεπε να ξεριζωθεί και στη θέση της να εμφυτευθεί η νεωτερική ταυτότητα. Το «επιχείρημά» του είχε δύο σκέλη: α) Ότι η νεωτερική ταυτότητα είναι κατά βάθος «ελληνική» (βλ. «Αναγέννηση»), σε αντίθεση με τη βυζαντινή,  που είναι «ανθελληνική».  Και β) ότι είμαστε «μικροί κι αδύνατοι» και συνάμα τόσο «εκβαρβαρωμένοι», που δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προσπέσουμε στην Εσπερία και να την αφήσουμε να μας «φωτίσει» και να μας αναπλάσει.

Η «μετακένωση»
Το πείραμα της κατασκευής «γραικογάλλων» ορίστηκε με σαφήνεια από τον Κοραή ως «μετακένωση». Επί λέξει: Αδειάζουμε τα δικά μας «καύκαλα» από το εντελώς άχρηστο περιεχόμενό τους και μεταγγίζουμε μέσα τους τον ατόφιο Διαφωτισμό, παίρνοντάς τον από τα σοφά ευρωπαϊκά «καυκία».
Πρέπει να δεχθούμε πλέον, ότι ύστερα από κοντά δύο αιώνες εφαρμογής, το πείραμα έχει ολοκληρωθεί. Γενιά με τη γενιά ο Ρωμιός έβγαινε από το χειρουργείο της «μετακένωσης» ολοένα και πιο «άλλος άνθρωπος». 

Για να καταλήξει στο Τίποτα. Έμενε αλήθεια κάτι στο μίγμα από τα μιγνυόμενα, ή δεν προέκυπτε τίποτα, όπως όταν ανακατεύεις αντίθετα χρώματα; Και τι θα σήμαινε «τίποτα»; «Τίποτα» στο πεδίο του πολιτισμού σημαίνει απουσία συλλογικής δημιουργίας, απουσία στο πεδίο της αυθυπερβατικής συνάντησης του εγώ με το εμείς. Σημαίνει δηλαδή μεταπρατισμό,  παρασιτισμό και τελικά τομαρισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτός θα ήταν ο χαρακτήρας του νεωτερικού Έλληνα (του «γραικογάλλου»): μεταπρατικός και εντέλει παρασιτικός και τομαριστικός (γραικύλος κατά την αρχαία ορολογία). 

Σήμερα το είδος αυτό κυριαρχεί παντού, αλλά παλιότερα ενδημούσε σχεδόν αποκλειστικά στον χώρο των ευρω-σπουδασμένων, ενθαρρύνοντας π.χ. τη «Γενιά του ‘30» να προσβλέπει  στην απείραχτη –ακόμη- ελληνικότητα του απλού λαού, -ελληνικότητα την οποία και ταύτιζαν με τη συλλογική δημιουργία. Χαρακτηριστικές, εν προκειμένω, είναι οι αναφορές του Σεφέρη, για τους σπουδαγμένους, που τους βρίσκει «όλους χαλασμένους», να προφέρουν «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες». 

Όπως χαρακτηριστική είναι και η έκστασή του μπρος στην ασύλληπτη αυθυπερβατική ανάταση του απλού, αγροτικού κυρίως, λαού της Κύπρου, στον αγώνα για την Ένωση με την Ελλάδα.

Απόσπασμα ομιλίας του Θεόδωρου Ι. Ζιάκα στοΚυπριακό Κέντρο Μελετών (ΚΥ.ΚΕ.Μ.)
11 Φεβρουαρίου 2011

Κοινοτισμός – η ελληνική εκδοχή

Ο Ελληνισμός έζησε τρεις χιλιάδες χρόνια χάρη στο μοντέλο της πόλης - κράτους και της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας, που ο ίδιος γέννησε – το αποδείχνει ο τεχνοκράτης Κων. Καραβίδας, που πολλοί τιμούν και ελάχιστοι καταλαβαίνουν.

 

Κωνσταντίνος Καραβίδας

 
Αντίβαρο (13/11/10)

του Μελέτη Μελετόπουλου

Ο τίτλος του άρθρου υπονοεί την διεθνή αλλά και διαχρονική παρουσία των κοινοτικών ιδεών.Πράγματι,υπό διάφορες μορφές,οι κοινοτικές ιδέες εμφανίσθηκαν σε διάφορα σημεία του ορίζοντα,υπό ποικίλες μορφές,και παραδόξως σήμερα χαίρουν μεγάλης δημοσιότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Amitai Etzioni(το κυριώτερο έργο του οποίου είναι The Spirit of Community: the Reinvention of American Society, Simon&Schuster, 1993, New York) δίδαξε ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο κραταιό Columbia,στο George Washington,όπως και στο Harvard Business School, και μάλιστα διετέλεσε Senior Advisor του Λευκού Οίκου για θέματα εσωτερικής πολιτικής.Οι κοινοτικές του ιδέες έχουν φιλελεύθερο χαρακτήρα,ενώ προσπαθεί να αντισταθμίσει τα ατομικά δικαιώματα με τα συμφέροντα της κοινότητας.Θεωρεί επίσης ότι οι άνθρωποι προσδιορίζονται σε σημαντικό βαθμό από την κουλτούρα και τις αξίες της κοινότητας στην οποία ανήκουν. Επίσης κοινοτικά στοιχεία εμπεριέχουν ορισμένες πτυχές της σύγχρονης οικολογικής σκέψης(π.χ. το κλασσικό έργο του Edouard Goldsmith Small is beautifull ).
Ο κοινοτισμός ως θεωρητικό-ιδεολογικό ρεύμα προέκυψε βεβαίως από το κλασσικό έργο του κορυφαίου Γερμανού Ferdinand Tonnies Gemeinschaft und Gesellschaft(1887).Ο Tonnies(1855-1936) αντιδιέστειλε τους δύο θεμελιώδεις κοινωνιολογικούς τύπους της προβιομηχανικής κοινότητας(Gemeinschaft) και της αστικής κοινωνίας(Gesellschaft).Η πρώτη βασίζεται σε δεσμούς αίματος και συγγένειας,ενώ η δεύτερη σε κοινά συμφέροντα.Στην πρώτη προέχει το εμείς και στην δεύτερη το εγώ.Στην πρώτη οι άνθρωποι είναι ενωμένοι παρ’όλα όσα τους χωρίζουν,στην δεύτερη είναι χωρισμένοι παρ’όλα όσα τους ενώνουν.Στην ουσία πρόκειται για μία ευθεία αμφισβήτηση των πρωτείων και της ηθικής αξίας του καπιταλισμού.
Η θεωρία του Tonnies συνδέθηκε με την εμφάνιση πρωτοσοσιαλιστικών, αντικαπιταλιστικών και ρομαντικών πολιτικών κινήσεων. Άλλωστε ο ίδιος ο Tonnies ήταν μέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος,μαχόμενος αντιναζιστής και μάλιστα καθαιρέθηκε από την προεδρία της Γερμανικής Κοινωνιολογικής Εταιρείας από τον Hitler.
Εισηγητής του Tonnies στην Ελλάδα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο υπήρξε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (1902-1986), στο πληθωρικό και εξαιρετικά σημαντικό μεσοπολεμικό κοινωνιολογικό του έργο και στην διδασκαλία του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών(1929-36).
Σε επίπεδο πολιτικού οράματος, η κοινότητα εμφανίζεται στην νεοελληνική πολιτική σκέψη λιγώτερο ως απότοκος της διεθνούς συζήτησης περί Gemeischaft και περισσότερο ως απόρροια της ιδιότυπης Ελληνικής εμπειρίας της Εκκλησίας του Δήμου και των κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας.Η κοινότητα,υπ’αυτήν την έννοια,λειτουργεί ως πρότυπο και βασικό κύτταρο πολιτειακής οργάνωσης στην πρώιμη πολιτική σκέψη του Ίωνος Δραγούμη(1878-1920), σε μία πιο ρομαντική,προβιομηχανική διάσταση.Ο Δραγούμης μάλιστα, ως νεαρός διπλωματικός υπάλληλος στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, γνώρισε στην πράξη την λειτουργία των κοινοτικών θεσμών(που στην ελεύθερη Ελλάδα είχαν ήδη παρακμάσει λόγω της εγκαθίδρυσης συγκεντρωτικών κρατικών μηχανισμών).Ο Δραγούμης πρότεινε την συγκρότηση μείζονος Ελληνικού Οργανισμού με ομοσπονδιακό χαρακτήρα,στην βάση των απανταχού Ελληνικών κοινοτήτων.
Στην πιό ολοκληρωμένη προσπάθεια διαμόρφωσης κοινοτικής πολιτικής πρότασης επιδόθηκε ο Κωνσταντίνος Καραβίδας(1890-1973),έχοντας ως πηγή έμπνευσης όχι μόνον και όχι τόσο τον Tonnies,όσο κυρίως την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία και τις κοινότητες της Τουρκοκρατίας,τις οποίες θεωρεί μετεξέλιξη του αρχαίου άστεως υπό διαφορετικές συνθήκες. Ο Καραβίδας θεωρεί κλειδί την έννοια της κοινότητας(την οποία ταυτίζει με την άμεση δημοκρατία) για την ερμηνεία ολόκληρης της Ελληνικής Ιστορίας.Την ερμηνεύει ως κοινωνικο-οικονομικό μοντέλο αντίστοιχο προς την ιδιομορφία (και την πενία) του εδάφους,που καθιστά αναγκαία την υπέρβαση του ατομικισμού και του ανταγωνισμού,απαγορευτική την συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου(που οδηγεί αναπόφευκτα στον ταξικό ανταγωνισμό και στον εμφύλιο πόλεμο) και υποχρεωτική την συνέργια,την αλληλεγγύη και τις οικονομίες κλίμακας.Το κοινοτικό μοντέλο εξασφάλισε εξάλλου στον Ελληνισμό τεράστια ευελιξία,συγκριτικά πλεονεκτήματα και ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια οικονομία,καθώς και δυνατότητα γεωγραφικής επέκτασης σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.Στα πρώιμα έργα του ο Καραβίδας κηρύσσει επαναστατική διαδικασία ανατροπής του αστικού κράτους και υποκατάστασής του από κοινοτική συνομοσπονδία,ενώ στα ώριμα έργα του(μετά το 1930) επιχειρεί να συμφιλιώσει τον κοινοτισμό με το παγκόσμιο καπιταλιστικό πλαίσιο.
Ο Καραβίδας ανέλυσε ολοκληρωμένα όχι μόνον τον κοινοτικό τρόπο παραγωγής,αλλά και τον κοινοτικό τύπο εξουσίας,που είναι πρωτογενής, άμεσος, ανακλητός, αναδεικνύεται με αποκλειστικό κριτήριο την προσφορά και είναι υπόλογος στο κοινοτικό σώμα.
Ο Καραβίδας,αν και σπούδασε νομικά,ήταν γνώστης της γεωπολιτικής και της γεω-οικονομίας,τις οποίες ενσωμάτωσε στην μεθοδολογία του.Επίσης υπήρξε σπουδαίος κοινωνικός ανθρωπολόγος και στα Αγροτικά του (1931) αποτύπωσε έξοχα τις κοινωνικές δομές στα Βαλκάνια των αρχών του προηγούμενου αιώνα.Επίσης διαπίστωσε ότι η βασική δομή της Ελληνικής κοινωνίας είναι μικροαστική και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βιοπορίζεται κινούμενο ταυτόχρονα στον πρωτογενή,δευτερογενή και τριτογενή τομέα της παραγωγής. Τα βασικά του έργα είναι τα Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός, Αθήνα 1930, Αγροτικά: μελέτη συγκριτική, Αθήνα 1931, Η Κοινοτική Πολιτεία, Αθήνα 1935, Τα κοινοτικά δίκαια εις την βάσιν του κράτους, Αθήνα 1939 κ.ά. Ενώ στην εποχή του ο Καραβίδας αγνοήθηκε, μετά την Μεταπολίτευση το έργο του αναγνωρίσθηκε,τα συγγράμματά του επανεκδόθηκαν(πρόεδρος της επιτροπής επανεκδόσεως έργων Κωνσταντίνου Καραβίδα το 1975 ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος) και πλήθος βιβλίων και άρθρων γράφηκαν για τις ιδέες του και την προσωπικότητά του(αναλυτική βιογραφία και κριτική παρουσίαση του έργου του υπάρχει στην ανέκδοτη δεύτερη διδακτορική μου διατριβή με τίτλο:ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΙΔΕΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ,το έργο του Κωνσταντίνου Καραβίδα και οι συγγενείς προσεγγίσεις,που υποστηρίχθηκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2003 και πρόκειται να εκδοθεί προσεχώς από τις εκδόσεις Παπαζήση).
Συνοδοιπόρος και στενός συνεργάτης του Καραβίδα υπήρξε ο Ντίνος Μαλούχος(1895-1928),ο οποίος σπούδασε γεωπόνος στην Ιταλία,όπου και μυήθηκε στον μαρξισμό.Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα γνώρισε τον Καραβίδα και προσχώρησε στην κοινοτική φιλοσοφία.Μάλιστα εξέδωσε την εβδομαδιαία επιθεώρηση ΚΟΙΝΟΤΗΣ(1922-1924), όπου ο ίδιος ο Μαλούχος,ό Καραβίδας και μία ομάδα συνεργατών τους διεκδίκησαν δυναμικά θέση στο αναδιαμορφούμενο πολιτικό σκηνικό που ακολούθησε την Μικρασιατική Καταστροφή,επιδιώκοντας να στρέψουν την Επανάσταση Γονατά-Πλαστήρα προς την κοινοτική κατεύθυνση,αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Τον θεσμό των κοινοτήτων ανέδειξε, μέσα από τις μελέτες του και κυρίως το πολύ σημαντικό έργο του ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ(Αθήνα 1934,επανέκδοση από τις εκδόσεις Λιβάνη το 1986), ο μεσοπολεμικός κοινωνιολόγος Δημοσθένης Δανιηλίδης(1889-1972),που γεννήθηκε στην Καπαδοκία και σπούδασε στην Γερμανία(βλ. ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ,εκδόσεις Παπαζήση,τεύχος 1,1988,αφιέρωμα στον Δανιηλίδη από τον γράφοντα).
Η εφαρμογή των κοινοτικών ιδεών (ουσιαστικά της άμεσης δημοκρατίας σε σύγχρονο πλαίσιο και μίας συμμετοχικής οικονομικής οργάνωσης λαϊκής βάσης) ήταν επόμενο να προσκρούσει αφ’ενός στην πελατειακή λογική του νεοελληνικού πολιτικού συστήματος.αφ’ετέρου στην συγκεντρωτική λογική της μαρξιστικής αριστεράς.Τις ιδέες του Καραβίδα και των συνοδοιπόρων του ασπάσθηκαν επομένως σε ατομικό επίπεδο διανοούμενοι και μεμονωμένοι πολιτικοί όλων των χώρων,ενώ το έργο του προκάλεσε το επιστημονικό ενδιαφέρον πνευματικών προσωπικοτήτων όπως ο αείμνηστος ιστορικός του δικαίου Νικόλαος Πανταζόπουλος,που διετέλεσε πρόεδρος της Εταιρείας Κοινοτικών Μελετών Κωνσταντίνος Καραβίδας,ο διάδοχός του στην προεδρία Κώστας Βεργόπουλος,ο Γ.Κοντογεώργης,ο Νίκος Μουζέλης κ.ά. Συνεπής μαθητής,φίλος και ιδεολογικός διάδοχος του Καραβίδα υπήρξε ο κοινωνιολόγος και συγγραφέας μίας πολύτομης Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Δημήτριος Τσάκωνας(1921-2004).Ο Τσάκωνας,διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Insbourg και μεταγενέστερα καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και στο Πάντειο,είχε την ατυχή έμπνευση να γίνει υπουργός Πολιτισμού της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών,πιστεύοντας ότι επρόκειτο γιά επανάσταση τύπου 1909,που θα αναδιαμόρφωνε εκ βάθρων την Ελληνική κοινωνία. Θεώρησε ότι θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει κοινοτικούς θεσμούς εκ των άνω,οδηγώντας την Ελληνική κοινωνία σε μία κοινωνικοπολιτική και κυρίως ηθική αναγέννηση.Εγχείρημα που αποδείχθηκε ατελέσφορο,στοίχισε στον Τσάκωνα την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του και στέρησε την Ελληνική νεολαία από έναν σπουδαίο δάσκαλο.
Οι ιδέες του Καραβίδα ερμηνεύθηκαν με ποικίλους τρόπους:άλλοι τις συνέδεσαν με τριτοδρομικές και σοσιαλιστικές κατευθύνσεις,άλλοι με κοινοβιακές και χριστιανικές,άλλοι πιο πρόσφατα με οικολογικές.Ο (οικογενειακός φίλος του Καραβίδα) Ρένος Αποστολίδης έδωσε μία καθαρά αναρχική,πάντως πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα,ερμηνεία του καραβιδικού κοινοτισμού.Συγγράφηκαν διδακτορικές διατριβές,πραγματοποιήθηκαν επιστημονικά συνέδρια,έγιναν αφιερώματα περιοδικών.Επισημαίνω το αφιέρωμα της επιστημονικής επιθεώρησης ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ στον Καραβίδα(εκδόσεις Παπαζήση,τεύχος 16,Φθινόπωρο 1992) και το κείμενό μου στο περιοδικό ΑΡΔΗΝ(τεύχος 44) για τον άγνωστο συνεργάτη του Καραβίδα,τον Ντίνο Μαλούχο.
Και η συζήτηση συνεχίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον.,ιδίως επειδή ο «μισός αιώνας παράτασης» που έδωσε κατά δήλωσή του ο John Meynard Keynes στον καπιταλισμό φαίνεται ότι εξαντλείται και αναζητούνται νέα μοντέλα,όπως πάντα μέσα στην απέραντη ανθρώπινη εμπειρία.Ως γνωστόν,παρθενογένεση στον χώρο των ιδεών δεν υφίσταται.
Μελέτης Η. Μελετόπουλος
Διδάκτωρ Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών Πανεπιστημίου Γενεύης
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: antibaro

Ταριχαβγιάριον ή χαβιάρι

Το αλάτι, αν και δεν έχει αντισηπτικές ιδιότητες έχει, όμως, ασηπτικές και γι αυτό δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μικροργανισμών. Έτσι, από την αρχαιότητα, το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση των τροφίμων. Το αλάτι ήταν το «ψυγείο» της αρχαιότητας, τα αλίπαστα (ή τα ταρίχη) ήταν για τους αρχαίους τα «κατεψυγμένα» ψάρια της εποχής μας.

Οι Αρχαίοι Αθηναίοι υπερεκτιμούσαν τα αλίπαστα ψάρια, τα οποία εισήγαγαν από την Ισπανία, τη Σικελία, του Εύξεινου Ποντου. Ο Αιλιανός (XVIII, 32) περιγράφει τη μεταφορά των οξυρύγχων της Κασπίας: «με καμήλες μέχρι τον Εκβάντα ποταμό και απ΄ εκεί με πλοία μέχρι τα λιμάνια μας». Πάστωναν, κυρίως, τον τόννο, τον οξύρυγχο, την παλαμίδα, το σκόμβρο, τη ζύγαινα, τη σφυρίδα (κεστρεύς), τον κολιό κ.α.. Το να τρως αλίπαστα μεταξύ των εδεσμάτων ήταν δείγμα ευπορίας (τα ταρίχη καλής ποιότητας ήταν πανάκριβα, ο «τάριχος αντακαίος» ήταν κάτι αντίστοιχο με το σημερινό χαβιάρι (< ταριχαβγιάριον < ταριχος + αβγό) και προερχόταν από την επεξεργασία του αντακαίου, από τον Δούναβη ή τον Δνείπερο. Η Πυθιονίκη έγινε τραγούδι (ζηλόφθονο), στην αρχαία Αθήνα, γιατί είχε εραστές τους γιούς ενός ταριχοπώλη και τις έφερναν άφθονα ταρίχη.

Αντίθετα, ήταν φτηνά τα παστά δεύτερης διαλογής: «ο ημίνηρος ή ημιτάριχος», για τον οποίο χρησιμοποιούσαν τη μισή ποσότητα αλατιού. Φτηνός, επίσης, ήταν και «ο ακρόπαστος», (δηλαδή, ο πολύ ελαφρά αλατισμένος τάριχος). Ο φτωχός λαός έτρωγε τα «ουραία ταρίχη», δηλαδή το παστό από την ουρά του ψαριού. Στον Ξενοκράτη διαβάζουμε ότι έτρωγαν τα ταρίχη ωμά (συνήθως), αφού τα βουτούσαν στο γλυκό νερό και τα συνόδευαν με ρίγανη. Τα πιο νόστιμα αλίπαστα ήταν αυτά που προέρχονταν από νεαρά, άπαχα ψάρια: «τα ωραία ταρίχη». Αυτά τα τελευταία τα τηγάνιζαν, τους έριχναν διάφορα καρυκεύματα και τα «έσβηναν» με άσπρο κρασί. Οι πολλές ποικιλίες των ταρίχων φανερώνουν την εκτίμηση που έτρεφαν σ’ αυτά οι Αρχαίοι Έλληνες : «ο λεπιδωτός τάριχος» ( με τα λέπια), «ο τιλτός τάριχος» (χωρίς λέπια), «ο ωμοτάριχος» (το μέρος του ψαριού γύρω από τον ώμο, το κεφάλι), «το υπογάστριον».

Κυρίως, όμως, φέρνουν κοντά μας έναν λαό γεμάτο ζωή και δημιουργικότητα, την αστείρευτη δύναμη του ανθρώπου για επιβίωση και δημιουργία, μια Ελλάδα ανθρώπινη (που γλεντάει και γεύεται όλα τα καλά του κόσμου και μάλιστα χωρίς τις δικές μας τεχνολογικές ανέσεις), μια ζεστή ανάσα του παρελθόντος, διαφορετική από τον βαρύγδουπο Ακαδημαϊσμό των σχολείων μας, που οδήγησαν πολλές γενιές στα πιο βαθιά …χασμουρητά.


Γιώργος Σωτ. Δαμιανός http://www.24grammata.com/

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Ελληνικότητα κατά Κ.Τσάτσο

Το ελληνικό το αισθανόμαστε σαν μία αρετή φωτός που διώχνει το σκιερό, το θαμπό και αποφεύγει το αλλόκοσμο του μυστηρίου, που δίνει σαφήνεια στη γραμμή και το περίγραμμα, που φέρνει τα αντικείμενα σε απόσταση μιάς χερολαβής. Μιάν αρετή μέτρου που δεν σηκώνει την υπερβολή και την υπέρταση, που θυσιάζει τα τιτανικά και τα γιγάντια στα ολύμπια και στα ανθρώπινα, που ηνιοχεί την ψυχή και μετά απο κάθε της ξέσπασμα, όσο πιο γοργά μπορεί, την ξαναφέρνεισ το μέσο ρείθρο, που στρέφεται προς το όλο θυσιάζοντας την ηδονική λεπτομέρεια στην πειθαρχία αυτού του όλου και το πάθος της αίσθησης στην τάξη της ιδέας. Μιαν αρετή μέτρου που θαυμαστά συγωνεύει εντός της και το άμετρο προσθέτωντάς του την συνειδητότητα και την ευλίγιστη ιδορροπία των μερών.....
Έλλογο είναι το ελληνικό χωρίς να δουλεύει στον διανοητικό λόγο, εγκόσμιο,χωρίς να του απολείπη του μυστικού η απεραντοσύνη, ιδεατό χωρίς να μακραίνη απο τα πράγματα, άξιο να συμφιλιώνη τη διάσταση των αντιθέσεων χωρίς να καταπνίγει την ύπαρξή τους.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

ΦΩΤΙΑ: Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΗΣ

Η ελληνική γλώσσα, και σίγουρα όχι μόνον αυτή, ξεκίνησε την πορεία της από την εποχή που ανακάλυψαν – έμαθαν να ανάβουν – την φωτιά οι άνθρωποί της. Αυτή την άποψη θα επιχειρήσω να στηρίξω με το παρόν άρθρο. Κατ’ αρχάς, η εκδοχή αυτή είναι καταχωρισμένη στην ελληνική μυθολογία. Πρόκειται για το κλέψιμο της φωτιάς του Διός και η απόδοσή της στους ανθρώπους από τον Προμηθέα.
Προσέξτε παρακαλώ, πρόκειται για τον προ – μηθέα.
Για να δούμε τι σημαίνει το -μηθεας. Προκύπτει σαφώς από το μα(ν)θάνω (α>η).
Αλλά και ο μύθος από το μανθάνω κατάγεται. Μάθος >μύθος (α>υ, όπως σάρξ>σύρξ).
Τι θα πει μύθος; Θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη και απόφθεγμα!
Επίσης, μήτις (θ>τα) θα πει, σοφία, σύνεση, ευφυΐα, σύμβουλος… Και η Μούσα έχει την ίδια ρίζα.
Μάλιστα πλην των άλλων γνωστών μούσα σημαίνει και το πρέπον, το προσήκον, η ευπρέπεια.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν ολ’ αυτά με την φωτιά;
Εμείς ξέρουμε ότι με την ανακάλυψη και την χρήση της φωτιάς ο άνθρωπος ανέπτυξε σιγά-σιγά την τεχνολογία. Εκτός που δεν θέλει να παραδεχτεί ο χοντροκέφαλος ο άνθρωπος ότι είναι ξάδελφος των πιθήκων, ξεχνά πολύ εύκολα ότι το είδος του έζησε κατά το ασυγκρίτως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του ευρισκόμενο σε άκρως πρωτόγονη κατάσταση, όπως αποδεικνύουν όλα τα ευρήματα ανά τον κόσμο. 
Πριν λοιπόν ανακαλύψουν οι άνθρωποι το άναμμα της φωτιάς, μόλις έμπαιναν το σούρουπο στις σπηλιές τους, έπεφταν ξεροί στον ύπνο, μετά από τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες της ημέρας, αφού ολημερίς έπρεπε να κυνηγούν το φαγητό τους. Μέσα στο σκοτάδι τι να δει και τι να πει και τι να συζητήσει κανείς. Όταν όμως τέλος πάντων έμαθαν να ανάβουν οι άνθρωποι τη φωτιά – βρέθηκαν πολλές τέτοιες μέσα σε σπηλιές, και φυσικά αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη – τότε το τοπίο άλλαξε άρδην. Τώρα με το φώς της φωτιάς άρχισε το μεγάλο ζόρι της συζήτησης. Από τη μια να εξιστορήσει κανείς τα παθήματα της προηγηθείσης ημέρας κι από την άλλη να καταστρώσει σχέδια για την επόμενη, ομού μεθ’ όλων των μελών της οικογένειας ή ομάδας. Για τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι μύθος θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη.
Βλέπετε ότι οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ακόμη ολόκληρες ιστορίες. Διότι όλ’ αυτά συνέβαιναν μέχρι προχθές. Ναι, προχθές. Τόσο λίγο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βγήκε ο άνθρωπος από τις σπηλιές, σε σχέση μ΄αυτό που ζούσε μέσα τους. Για να μη πω τώρα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, αν και ζουν πλέον εκτός σπηλαίων, συμπεριφέρονται χειρότερα κι από τους ανθρώπου που ζούσαν μέσα σ’ αυτές! Άναψε λοιπόν η φωτιά και μεταξύ των άλλων που φανερώθηκαν, φάνηκε αναγκαστικά και ο κομπασμός της γλώσσας. Αυτό κι αν είναι ζόρι. Κι αρχίσανε τα: καλά βρε ζώον τίποτα δεν κατάλαβες τόση ώρα που σου τα εξηγούσα με το νι και με το σίγμα; Ή τα: καλά γυναίκα, αυτό το παιδί μας είναι τελείως βόδι. Χαμπάρι δεν παίρνει από λόγια! Και χίλια μύρια παρόμοια. Από εκείνη την εποχή μάλλον βγήκε και το «άλλα λέει η θειά μ’ κι άλλ’ ακούν τ΄αυτιά μ’». Κοντολογίς, τώρα που υπήρχε χρόνος για κουβέντες, γύρω από την φωτιά, αναγκαστικά άρχισε να εμπλουτίζεται η γλώσσα και η εκφραστικότητά της. Μια φυσική και φυσιολογική εξέλιξη. Όμως η ιστορία αυτή, επί πλέον αποτυπώθηκε και στους χρόνους των ρημάτων. Για ποιο λόγο ονομάστηκαν ρήματα, δηλαδή λεγόμενα; Διότι αυτά αποτελούν τον σκελετό της κάθε γλώσσας. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, ενώ χωρίς τα επίθετα ή τα άρθρα γίνεται. Πώς όμως έγινε η συγκεκριμένη αποτύπωση; Όταν λοιπόν πάλευα να συντάξω το ετυμολογικό λεξικό, μεταξύ των άλλων παρατήρησα ότι οι ρίζες των ρημάτων βρίσκονταν στην αρχέγονή τους μορφή, κυρίως στους παρελθόντες και μέλλοντες χρονικούς τύπους παρά στον ενεστώτα. Παράδειγμα; Τρώγω, β΄ αόρ. έ-τραγ-ον. Τυγχάνω, μελλ. τεύ-ξομαι. Και σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις. Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Νομίζω στις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει πρωταρχικά η γλώσσα. Όταν εισέρχονταν οι πρωτόγονοι στη σπηλιά και κάθονταν γύρω από την φωτιά, σίγουρα άρχιζαν να διηγούνται τα παθήματα της μόλις παρελθούσας ημέρας. Άρα δια της χρήσης παρελθόντων χρόνων. Κατόπιν έπρεπε να συνεννοηθούν για τα της επαύριον. Άρα δια της χρήσης μελλόντων χρόνων των ρημάτων. Ο ενεστώτας ασφαλώς απουσίαζε διότι κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, αφού φαίνονταν. Η φωτιά φανέρωνε (φαίνω) και γύρω της μιλούσαν (φημί, έ-φα-ν, φάσκω). Για τον λόγο αυτόν τα δυο ρήματα φαίνω και φημί (=λέγω) έχουν την ίδια ρίζα και κοινούς χρονικούς τύπους. Να τι γράφω στο λεξικό: φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα. Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα). Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι. Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω). Έπειτα απ’ όλ’ αυτά δεν θα ήταν και τόσο υπερβολικό λοιπόν να πούμε ότι η φωτιά είναι η μητέρα της γλώσσας.

Πηγή: 

Σταύρος Βασδέκης Μαυροκορδάτου 31 Σέρρες 62100 Τηλ. 2321052462