Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Καραϊσκάκης – Θάνατος στη μάχη ή δολοφονία από ελληνικό χέρι;
11 Απριλίου 2012 στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού


Ο θάνατος του Γεωργίου Καραϊσκάκη καλύπτεται από διαφορετικές αφηγήσεις και φήμες για το τι πραγματικά συνέβη. Φήμες ότι ο θάνατός του προήλθε από φίλια πυρά ή και ότι ήταν προϊόν οργανωμένου σχεδίου. Παρακάτω παρουσιάζουμε μια έρευνα του Άρη Χατζηστεφάνου για τις συνθήκες θανάτου του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια του προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Φίλιππου Κουτσάφτη και του ιστορικού Διονύση Τζάκη και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κ» της Καθημερινής στις 21 Μαρτίου του 2010.

Γεώργιος Καραϊσκάκης, έργο του  Karl Krazeisen.

[...] Ίσως ήμουν από τους λίγους ανθρώπους που δέχτηκαν με τόση χαρά και κυρίως ανακούφιση μια πρόσκληση στην ιατροδικαστική υπηρεσία. Παλαιότερα ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι, αν ζητούσα από τον μεγαλύτερο ιατροδικαστή της χώρας ένα «πόρισμα» για τις συνθήκες θανάτου του Γεωργίου Καραϊσκάκη στη μάχη του Φαλήρου, θα μου έκλεινε το τηλέφωνο. Ποιος τολμάει να ενοχλήσει τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών για μια υπόθεση που έκλεισε το 1827;  Ο Φίλιππος Κουτσάφτης, όμως, δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση. Για την ακρίβεια, αντέδρασε λες και περίμενε εδώ και καιρό μια ευκαιρία για να συνδυάσει τις δύο αγαπημένες του ασχολίες, τη μελέτη της Ιστορίας και την ιατροδικαστική.
Για το συγκεκριμένο πόρισμα, βέβαια, δεν απαιτούνταν η παρουσία του στον τόπο του συμβάντος. Το πτώμα είχε μεταφερθεί από την πρώτη στιγμή στη Σαλαμίνα, ενώ οι συνεχείς επιχωματώσεις στο Νέο Φάληρο είχαν αλλάξει οριστικά τη γεωγραφία του εδάφους στην περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, πριν τον συναντήσω, αποφάσισα να επιθεωρήσω μόνος μου τον «τόπο του εγκλήματος»… Δευτέρα πρωί και βρίσκομαι σταματημένος στο φανάρι έξω από το κτίριο της «Καθημερινής», κοντά στις εκβολές του Κηφισού.
Τον Απρίλιο του 1827 είχαν στρατοπεδεύσει εδώ ισχυρές δυνάμεις του Κιουταχή. Απένα­ντί τους, προς την πλευρά της Καστέλλας, οι άντρες του Καραϊσκάκη ετοιμάζονταν για μία από τις σημαντικότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης. Για πρώτη φορά, ύστερα από σειρά αποτυχιών που κορυφώθηκαν με την πτώση του Μεσολογγίου, ο «γιος της καλογριάς» είχε αρχίσει να αντιστρέφει το αρνητικό κλίμα.
Για τη συγκεκριμένη μάχη στο Φάληρο, όμως, είχε ένα πολύ κακό προαίσθημα. Πίστευε ότι οι δύο Βρετανοί αξιωματικοί, που είχαν οριστεί αρχηγοί όλων των δυνάμεων της Αττικής – ο Τσωρτς για το στρατό ξηράς και ο Κόχραν για το ναυτικό – τον οδηγούσαν σε βέβαιη σφαγή. Αυτοί ήθελαν ολομέτωπη σύγκρουση τακτικού στρατού, όπως τους είχαν μάθει στις στρατιωτικές ακαδημίες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αυτός, όπως εξηγούσε και ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, «ήθελε να εφαρμόσει τη δοκιμασμένη παρτιζάνικη τακτική της παρενόχλησης του εχθρού».

Ποιος τράβηξε τη σκανδάλη;

Τελικά δεν έζησε μέχρι την ημέρα της μάχης για να δει την πανωλεθρία των ελληνικών δυνάμεων. Στις 22 Απριλίου του 1827, μια σφαίρα τον πέτυχε στη βουβωνική χώρα ενώ προσπαθούσε να ελέγξει μια ασήμαντη συμπλοκή με τις τουρκικές δυνάμεις, λίγες ώρες πριν από την προγραμματισμένη μεγάλη επίθεση.
Ποιος τράβηξε όμως τη σκανδάλη, αφαιρώντας τη ζωή του Αρβανίτη αρχιστράτηγου; Από τις πρώτες ώρες του θανάτου του, κυκλοφόρησε έντονη φημολογία πως ο δράστης ήταν Έλληνας. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ιστοριοδίφης που επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, υποστηρίζει ότι τον πυροβόλησαν πληρωμένοι μπράβοι του Μαυροκορδάτου. Την ίδια θεωρία φαίνεται να ασπάζεται και ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο οποίος όμως εκτός από τον Μαυροκορδάτο βλέπει σαν ηθικούς αυτουργούς τους δύο Βρετανούς αξιωματικούς.
Γράφει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του με τίτλο «Καραϊσκάκης»:
 «Ο Κόχραν κι ο Τσωρτς, μέσα στις λίγες ημέρες που βρί­σκονταν στον Πειραιά, κατάλαβαν πως ένας είχε τη δύναμη να αντιταχθεί στα σχέδιά τους, ο Καραϊσκάκης. Η εντολή που είχανε πάρει ήταν να πνιγεί η επανάσταση στη Στερεά, για να μπορέσει η Αγγλία να πετύχει το διπλωματικό της παιχνίδι, τον περιορισμό δηλαδή του απελευθερωτικού κινήματος του Μοριά, για να ‘χει το μικρό, αδύναμο και μισοανεξάρτητο ναυτικό κράτος που θα δημιουργούνταν κά­τω από τον έλεγχό της. (…) Ο Καραϊσκάκης έπεσε θύμα της εγγλέζικης πολιτικής στην Ελλάδα και εμπνευστές της σατανικιάς δολο­φονίας του στάθηκαν ο Κόχραν, ο Τσωρτς κι ο Μαυροκορδάτος».

Σύμφωνα μάλιστα με τον αγωνιστή Νι­κόλαο Κασομούλη, ο ίδιος ο Καραϊσκάκης, λίγες ώρες πριν πεθάνει, άφησε να εννοηθεί ότι γνωρίζει τους δράστες. Δίνοντας μάλιστα ένα από τα γνωστά ρεσιτάλ βωμολοχίας, είπε στους συναγωνιστές του: « Γνωρίζω τον αίτιον, και αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκη­ση), ειδέ και πεθάνω, ας μου κλάσει τον π…….. και αυτός».
Παρ’ όλα αυτά, νεότεροι ερευνητές και ιστορικοί είναι πολύ επιφυλακτικοί στο να μιλήσουν για δολοφονία και πολύ περισσότερο να αποδώσουν ευθύνες στο Λονδίνο. Ο «φάκελος Καραϊσκάκης» λοιπόν έπρεπε να ανοίξει και πάλι. Και όπως κάθε καλή αστυνομική έρευνα, ξεκινά από το γραφείο του ιατροδικαστή.

Χτυπήθηκε από ψηλά

«Βλέπετε, έχουμε και εμείς το μικρό μας CSI», μου είπε γελώντας ο Φίλιππος Κουτσάφτης, καθώς με ξεναγούσε στα εργαστήρια της υπηρεσίας. Στο γραφείο του κοιτάξαμε και πάλι μαζί το κείμενο του Δημήτρη Φωτιάδη για τις συνθήκες θανάτου του Καραϊσκάκη, το οποίο περιλαμβάνει τις περισσότερες λεπτομέρειες και συνηγορεί με αντίστοιχες αφηγήσεις του Κασομούλη. Αφού μου επανέλαβε για πολλοστή φορά ότι με τα υπάρχοντα στοιχεία μπορεί να γίνει μόνο μια «ιατροδικαστική προσέγγιση», που θα παρουσιάζει όλες τις πιθανές εκδοχές, ο ιατροδικαστής ανέτρεξε στο κείμενο που είχε ετοιμάσει.

Η περιγραφή της δολοφονίας (Κείμενο του λόγιου Δημήτρη Φωτιάδη)

«Ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στο κέντρο της καβαλαρίας μας, περιτριγυρισμένος ολούθε από δικούς μας. Και να, τρώει ένα βόλι στο βουβώνα από τα πλάγια κι ομπρός, από τ’ αριστερά προς τα δεξιά κι από πάνω προς τα κάτω. Πέφτει από τ’ άλογο. Τρέχουν οι καβαλάρηδες μας να τον συντρέξουν.
- Δεν είναι τίποτα! Τους φωνάζει και μ’ όση δύναμη τ’ απόμενε ξανακαβαλικεύει. Πισωδρομούνε σιγά και μ’ όλη την τάξη. Μα, σαν έφτασαν εκεί όπου έπειτα στήσανε το μνημείο του, πίσω από το σημερινό σταθμό του ηλεκτρικού σιδεροδρόμου στο Νέο Φάληρο, δεν μπορεί πια να κρατηθεί πάνω από το άλογο και ξεπεζεύει. Του λένε να τον πάνε σηκωτό, μ’ αυτός αρνιέται. Δε θέλει να τρομάξει το ασκέρι πως είναι του θανατά. Αυτός μπροστά κι ολόγυρα του καπεταναίοι, μπουλούξηδες και παλικάρια ξεκινάνε με τα πόδια, όσο που με την απαλάμη του κρατάει τη λαβωματιά του. Αφού ανέβηκαν τον ανήφορο, τονε συμβουλεύουνε να πάγει πάνω στα καράβια, για να ‘χει πιότερη φροντίδα κι ησυχία να τονε δούνε οι γιατροί.
- Ένα πράμα μονάχα σας παρακαλώ, μην αφήσετε Φράγκο γιατρό να ‘ρθει κοντά μου. (…) Τούτη τη φορά μονάχα δεν ήθελε να πέσει στα χέρια των Φράγκων γιατρών, γιατί, όπως θα δούμε, σχημάτισε την πεποίθηση πως δεν χτυπήθηκε από τους Τούρκους, μα δολοφονήθηκε και φοβήθηκε μην τον αποτελειώσουν οι γιατροί του Κόχραν και του Τσωρτς».

Το «πόρισμα» του ιατροδικαστή (Του Φίλιππου Κουτσάφτη)

Δεδομένου ότι υπάρχουν πολλά ιατροδικαστικά κενά, με κάθε επιφύλαξη μπορούμε να εξαγάγουμε τα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, η πύλη εισόδου του τραύματος είναι η αριστερή βουβωνική χώρα.
Δεύτερον, η βολίδα είχε φορά από μπροστά αριστερά και άνω, προς τα πίσω δεξιά και κάτω. Τρίτον, το θύμα, σαν στόχος, ήταν πολύ δύσκολος εκ των έξω, καθώς περιστοιχιζόταν από συντρόφους του που ήταν και αυτοί πάνω σε άλογα.
Τέταρτον, ο πυροβολισμός πρέπει να έγινε από διαφορετικό ύψος. Στο σημείο αυτό, διακρίνουμε δύο περιπτώσεις: α) Εάν έγινε από μεγάλη απόσταση, τότε ο σκοπευτής πρέπει να ήταν σε κάποιο δέντρο ή σε κάποια μάντρα, θα λέγαμε δηλαδή σήμερα ότι ήταν ένας ελεύθερος σκοπευτής, β) εάν έγινε από μικρή απόσταση, πρέπει να τον πυροβόλησε κάποιος από τον περίγυρό του, με την προϋπόθεση κατά τη στιγμή του πυροβολισμού να είχε σηκωθεί όρθιος πάνω στο άλογο. Δηλαδή, δεν πυροβόλησε καθήμενος.
Και οι δύο εκδοχές στηρίζονται, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε την απόσταση του πυροβολισμού. Βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί και η εκδοχή του αποστρακισμού της σφαίρας σε κάποια επιφάνεια.
Παρουσιάζουμε τρεις εκδοχές, γιατί δεν γνωρίζουμε την απόσταση και την κατάσταση του πυρο­βολισμού και, φυσικά, δεν είδαμε το τραύμα. Μου έκανε, πάντως, ιδιαίτερη εντύπωση αυτό ακριβώς που γραφείο Φωτιάδης, ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στο κέντρο και ήταν «περιτριγυρισμένος ολούθε από δικούς μας».
Θα πρέπει, τέλος, να σημειωθεί το εξής: Το γεγονός ότι ανέβηκε και πάλι στο άλογο του, όπως αναφέρεται, συνηγορεί στο ότι το τραύμα δεν ήταν άμεσα θανατηφόρο, άρα, μπορεί να ήταν πράγματι στη βουβωνική χώρα. Σημειώθηκε, δηλαδή, αιμορραγία για μεγάλο χρονικό διάστημα, πριν πεθάνει, οπότε πράγματι ήταν σε θέση να συζητεί ακόμη και να αρνείται να τον δουν ξένοι γιατροί.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία, γνωρίζουμε ότι ο Καραϊσκάκης ήταν έφιππος, η πύλη εισόδου του τραύματος και η φορά της βολίδας συνηγορούν στο ότι χτυπήθηκε από υψη­λότερο σημείο – κατά πάσα πιθανότητα ο δράστης ήταν όρθιος επάνω σε άλογο. Κρίνοντας από το γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης κατάφερε να ιππεύσει και πάλι, ο Κουτσάφτης υποστηρίζει ότι το τραύμα μπορεί πράγματι να ήταν στη βουβωνική χώρα και να μην ήταν άμεσα θανατηφόρο. Εάν δεχτούμε λοιπόν ως ακριβείς τις περιγραφές του Κασομούλη και του Φωτιάδη, η ιατροδικαστική εξέταση αφήνει πολύ μεγάλες πιθανότητες ο Καραϊσκάκης να δολοφονήθηκε πραγματικά από Έλληνες. Τα στοιχεία όμως, όπως θα έλεγαν και οι ήρωες του CSI, δεν μπορούν ακόμη να σταθούν στο δικαστήριο εάν δεν εντοπίσουμε και το κίνητρο της δολοφονίας.

Οι πιθανοί δράστες

Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης καταστρέφει τους Τούρκους κατά την Αράχοβαν. Peter Von Hess.
Γεώργιος Καραϊσκάκης. Ο Καραϊσκάκης καταστρέφει τους Τούρκους κατά την Αράχοβαν. Peter Von Hess.

Έπρεπε για άλλη μία φορά να απευθυνθούμε στους ειδικούς. Και ίσως κανένας δεν έχει ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια τόσο εντατικά με τη ζωή του Καραϊσκάκη όσο ο Διονύ­σης Τζάκης, ιστορικός και συγγραφέας του Λευκώματος με τίτλο «Γεώργιος Καραϊσκάκης».
Η λίστα των πιθανών «υπόπτων» που μου παρέθεσε ο Έλληνας καθηγητής, των ανθρώπων δηλαδή που «ευχήθηκαν και ίσως επιδίωξαν το θάνατο του Καραϊσκάκη στη διάρκεια της επανάστασης», είναι ιδιαίτερα μεγάλη: « Αγραφιώτες που δεν τον ήθελαν στρατιωτικό αρχηγό στην επαρχία τους, ανταγωνιστές στρατιωτικοί και πολιτικοί που αντιπαρατέθηκαν σκληρά μαζί του, ιδίως το 1822 – 1824. Επίσης, αρκετοί επιθυμούσαν να απομακρυνθεί από την κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας το 1826 – 1827. Επειδή διαφωνούσαν με τα πολεμικά του σχέδια, με τον τρόπο που διοικούσε, με τις προτεραιότητες που έθετε, επειδή θεωρούσαν άλλον καταλληλότερο ή έτρεφαν προσωπικές φιλοδοξίες ».
Παρ’ όλα αυτά, ο Διονύ­σης Τζάκης απεκδύεται πεισματικά το ρόλο του ιστορικού-αστυνόμου. «Ο ιστορικός», μας λέει, «δεν είναι αστυνομικός ή ανακριτής να διερευνά υποθέσεις αναζητώντας “κίνητρα” και πιθανούς “ενόχους”. Δεν αξιολογεί γεγονότα ή πρόσωπα για όσα έκαναν ή δεν έκαναν, για όσα θα έπρεπε κατά τη γνώμη του να είχαν κάνει ή να είχαν αποφύγει, και μάλιστα με κριτήριο τις δικές του μεταγενέστερες ιδέες και αντιλήψεις για το τι είναι σωστό και τι λάθος, εθνικά, ηθικά, δικονομικά ».
Κάθε προσπάθεια λοιπόν για την ανεύρεση της αλήθειας θα σκοντάφτει σε ανυπέρβλητα εμπόδια εάν δεν λαμβάνει υπόψη τον ιστορικό χωροχρόνο των γεγονότων. Ούτως η άλλως, μας λέει ο Διονύ­σης Τζάκης, «όπως όλες οι σύγχρονες επαναστάσεις, έτσι και η ελληνική συνυφαίνεται με πολιτικές διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις, καθώς οι Έλληνες πολεμούσαν για να απαλλαγούν από τους Οθωμανούς και, συγχρόνως, δημιουργούσαν μια πρωτόγνωρη (και ριζικά διαφορετική από την οθωμανική) μορφή πολιτικής οργάνωσης, το εθνικό κράτος».
Ακόμη όμως και «οι φήμες ότι δολοφονήθηκε», επισημαίνει ο Έλληνας ιστορικός, «μας βοηθούν να κατανοήσουμε το πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα της εποχής, αλλά και τους τρόπους πρόσληψης του θανάτου του από τους σύγχρονους του. Μάλιστα, οι εν λόγω φήμες προικίζουν το μύθο του ήρωα Καραϊσκάκη με ένα οικουμενικό μοτίβο, όπου ο ήρωας δεν είναι δυνατόν να καταβληθεί και να πεθάνει, παρά μόνο ως αποτέλεσμα κάποιας προδοσίας, συνωμοσίας κ.λπ.».
Ίσως, τελικά, το μόνο που μπορούμε να πούμε σήμερα με βεβαιότητα είναι ότι οι επιπτώσεις από την αναγγελία του θανάτου του και η στρατιωτική πανωλεθρία στη μάχη του Φαλήρου είναι δραματικές σε όλα τα μέτωπα. «Την ψυχολογική αυτή στιγμή, που τα πάντα έδειχναν να καταρρέουν μέσα σε ένα κλίμα τρόμου», θα γράψει ο Τάσος Βουρνάς, «θέλησε να εκμεταλλευτεί ο Ιμπραήμ για να προσεταιριστεί τους καπεταναίους της Ρούμε­λης». Και του Μοριά.
Με πρώτο τον Δημήτρη Νενέκο, αρκετοί οπλαρχηγοί συνθηκολογούν – προχωρούν σε αυτό που θα μείνει στη λαϊκή συνείδηση ως «προσκύνημα». Θα χρειαστεί να ακουστεί βροντερή η φωνή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη για να σταματήσει η ολοκληρωτική συνθηκολόγηση και να σωθεί τελικά η επανάσταση: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Ο Καραϊσκάκης και το spread δανεισμού

Ένα από τα σενάρια που επανέρχονται πεισματικά στην επιφάνεια σχετικά με το θάνατο του Καραϊσκάκη, αναφέρεται στο ρόλο που έπαιξε το Λονδίνο στα τελευταία χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Ακόμη και ιστορικοί που απορρίπτουν κατηγορηματικά τις εικασίες του Φωτιάδη για σχέδιο δολοφονίας του Έλληνα ήρωα από τους Κόχραν και Τσωρτς, συμφωνούν ότι η στρατηγική που του πρότειναν στη μάχη του Φαλήρου ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Γιατί όμως ο Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε οριστεί αρχιστράτηγος της Στερεάς Ελλάδας με τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και ορκισμένων εχθρών του όπως ο Ζαΐμης, υποτάχθηκε στις εντολές των Βρετανών; Στο βιβλίο του «Ο θάνατος του Καραϊ­σκάκη», ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις σχέσεις υποτέλειας που είχαν δημιουργήσει στην επαναστατημένη Ελλάδα τα δύο δάνεια που της υποσχέθηκε το Λονδίνο. «Το πρώτο δάνειο», όπως σημείωνε και ο μεγάλος ερευνητής Κυ­ριάκος Σιμόπουλος, «τοκογλυφικό και ανήθικο ως συμφωνία, κατασπαταλήθηκε στον εμ­φύλιο. (…) Το δεύτερο χάθηκε στις κερδοσκοπικές παραγγελίες φρεγατών που δεν έφθα­σαν ποτέ στην Ελλάδα».
Ξένα δάνεια, περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, κερδοσκοπία και… φρεγάτες. Οι λέξεις μοιάζουν βγαλμένες από δημοσιεύματα εφημερίδων των τελευταίων ημερών και όχι από ιστορικά κείμενα για το μακρινό 1821. Κι όμως, οι περισσότεροι ιστορικοί και ακαδημαϊκοί, με τους οποίους μιλήσαμε όλες αυτές τις εβδομάδες, μας προειδοποίησαν να μην καταφύγουμε σε εύκολους και απλοϊκούς παραλληλισμούς. «Κάποιοι είναι έτοιμοι να συνδέσουν το ’21 και το ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων με το spread δανεισμού και τη Γερμανία», μου είπε γνωστός ακαδημαϊκός, που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία του. Ίσως γιατί, όπως μας εξήγησε και ο Διονύσης Τζάκης, «τα γεγονότα οφείλουμε να τα προσεγγίζουμε μέσα στη δική τους ιστορική συνάφεια».

Πηγή

  • Καθημερινή, Περιοδικό «Κ», τεύχος 355, 21 Μαρτίου 2010.

Eλληνική γλώσσα: «νικήτρα του θανάτου»

 «…όλα γίνονται στην Ελλάδα σα να μας κινεί ένα θανάσιμο μίσος για τη λαλιά μας. Το κακό είναι τόσο μεγάλο, που μόνο σαν φαινόμενο ομαδικής ψυχοπάθειας θα μπορούσε κανείς να το εξηγήσει».

Γ. Σεφέρης

Γράφει ο Δημήτρης Νατσιός

Δάσκαλος, Κιλκίς

Είναι του Κωστή Παλαμά η φράση: «νικήτρα του θανάτου» η γλώσσα. Ωραιότατη, μοσχοβολά σαν τους στίχους των δημοτικών μας τραγουδιών. «Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να (την) φάνε και δεν μπορούνε· τρώνε… και μένει μαγιά». Η φωτιστική και αλιστική της ιδιότητα λάμπει εις τους αιώνας.

«Όπου γλώσσα πατρίς», έλεγε και ο Ελύτης. Μεγάλη κουβέντα κι αυτή. Είναι καταφύγιο ή γλώσσα μας. «Κι αν είναι πλήθος τ’ άσχημα

κι αν είναι τ’ αδεια αφέντες» έχουμε παραμυθία την γλώσσα μας, που αιματώνει και νευρώνει το ξέπνοο σώμα του Ελληνισμού.

Κι αν ξεφύγουμε από τις συμπληγάδες πέτρες της κρίσης και καθαρίσει ο τόπος από τα βοσκηματώδη κομματικά απολειφάδια, ίσως καθίσει και η Παιδεία, η καλλιέργεια της γλώσσας, στον βασιλικό της θρόνο. «Τότε θα έχουμε μια πραγματική αναγέννηση και το μέλλον της πατρίδας μας θα είναι μεγάλο», κατά τον λόγο του Σολωμού.

Εκείνος ο σχολιαστικός Επίκτητος, έλεγε στους άρχοντες και, ειδικά, στους επί των Δημοσίων Έργων: «Μη τοις εξ Ευβοίας και Σπάρτης λίθοις τους τοίχους της κατασκευής ποίκιλλε, αλλά γαρ τη εκ της Ελλάδος παιδεία τα στέρνα των πολιτών και των πολιτευομένων διακόσμει. Γνώμας γαρ ανδρών ευ οικούνται πόλεις, αλλ’ ου λίθοις και ξύλοις». Και σε μετάφραση: «Μην  πλουμίζεις τους τοίχους της πόλης με πέτρες από την Εύβοια και την Σπάρτη, αλλά στόλιζε με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας. Γιατί οι πόλεις ευνομούνται με την σωστή κρίση των ανθρώπων, κι όχι με πέτρες και ξύλα». (Στοβαίου, «Ανθολόγιον», Μστ 82). Σοφότεροι εμείς, σπαταλήσαμε χρήμα και ανθρώπους, κοσμώντας την πολιτεία με δρόμους και γέφυρες και «μετρό» που δεν τελειώνουν ποτέ, ίσως, επειδή ξέρουμε πόσο μηδαμινά είναι τα διδάγματα της σημερινής «ελληνικής παιδείας» που, κι αυτή, ξύλα απελέκητα συχνά κατασκευάζει…

Είναι γεγονός αναμφίλεκτο ότι η εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια-κυρίως από το «σκοτεινό» ’81 και εντεύθεν-αντί να είναι θύλακας αντιστάσεως στην γλωσσική εκβαρβάρωση, απέβη συντελεστής της. Και αυτό με διάφορους τρόπους. Πρώτα πρώτα με τα γλωσσικά εγχειρίδια. Ελλιπέστατα, ακαλαίσθητα, επικίνδυνα κυριολεκτικά για τους μαθητές, χρήσιμα μόνο για την ανακύκλωση. Κι αυτό, αρκετοί δάσκαλοι το έχουν ήδη καταλάβει-άλλοι εξ αρχής και άλλοι καθ’ οδόν- και προσπαθώντας να περισώσουν ό,τι μπορεί να περισωθεί, φροντίζουν να διδάσκουν κείμενα των κορυφαίων μαϊστόρων της ελληνικής λογοτεχνίας και όχι τις βλακώδεις «συνταγές μαγειρικής» των «περιοδικών ποικίλης ύλης», όπως ανενδοίαστα ονομάζω τα τάχα και «βιβλία γλώσσας»· να διδάσκουν την παραδοσιακή γραμματική, κατά τον ίδιο τρόπο, που, παρά τις σχετικές συστάσεις και απαγορεύσεις, δεν παύουν να δίνουν κατ’ οίκον σχολική εργασία και μελέτη, να επιμένουν στην ορθογραφία και στην καλλιγραφία (οι οποίες καταργήθηκαν, γι’ αυτό και η περιρρέουσα αφιλοκαλία), διορθώνοντας τα ορθογραφικά λάθη-ακόμη και με κόκκινο στυλό· τι έγκλημα!-να διατηρούν το μάθημα της έκθεσης κι αυτό είναι που κάπως σώζει ακόμη την κατάσταση.

Ο δεύτερος παράγων που άγει σε απαισιοδοξία είναι η επιμονή και εμμονή στον λεγόμενο γλωσσοπολιτικό δογματισμό, κυρίως από «δευτεροβάθμιους» εκπαιδευτικούς. Πολλοί για να μη στιγματιστούν σαν αντιδραστικοί και «πισωγυριστές», θεωρούν «καθήκον τους αγωνιστικό να αποστειρώνουν αυστηρά την γλώσσα του λαού από κάθε λογιότροπο στοιχείο, για να του την παραδώσουν κάποτε φτωχή αλλά πεντακάθαρη, αποκατεστημένη στην πληβειακή της γνησιότητα». (Γ. Καλιόρη, «Γλωσσικά», εκδ. «Εξάντας», σελ. 26). Παράδειγμα. Μου κατήγγειλε μαθητής Γυμνασίου ότι η προκομμένη, «προοδευτικιά» φιλόλογός του, διόρθωσε σαν λάθος σε γραπτό του, την κατάληξη-εως (πόλεως), της φάνηκε συντηρητική, ενώ, στην Β’ Γυμνασίου, η κόρη μου, αν και καταγόμενη από όμορη περιοχή, δεν μπορούσε, όπως και οι συμμαθητές της, να απαντήσει στην ερώτηση «που βρίσκεται το Δίο». (Έτσι το γράφει και το σχολικό εγχειρίδιο Ιστορίας).  Δίο χωρίς το τελικό «ν», προφανώς γιατί κάποιο ασπόνδυλο, ημιμαθές «σαϊνι» του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, εξέλαβε το «ν» ως  καθαρευουσιάνικο κατάλοιπο και φρόντισε να αφήσει τα διαπιστευτήρια του «προοδευτικού» του ναυαγίου, τυραννώντας τους μαθητές. Γι’ αυτό πρέπει να αρχίσει από την κορυφή το ξεβρώμισμα, προτού επεκταθεί σε ολόκληρο το ψάρι-αν δεν επεκτάθηκε ήδη.

Τρίτον: (με «ν» γιατί είναι ευφωνικό. Σιγά-σιγά θα το κόψουν και από το «μείον» και τον «πλην», για να γελά κάθε πικραμένος).

Όσο κι αν κόπτονται περί του αντιθέτου, συνεχίζεται η επιδεικτική απαξίωση της αρχαίας γλώσσας, που είναι τροφός της νεοελληνικής και προϋπόθεση γιά την εις βάθος οικείωσή της. Και ελπίζουμε, όταν έλθουν καινούργιοι άνθρωποι σε τούτο τον τόπο και «συνοδεύσουν την βλακεία

στην τελευταία της κατοικία», να κατανοήσουν ότι τα αρχαία πρέπει να ξεκινήσουν από το δημοτικό σχολείο.

Έβαλαν τα αγγλικά από την Α’ δημοτικού. Για ποιό λόγο; Κανείς δεν μας το εξήγησε. Το έχω ξαναγράψει. Είναι εγκληματικό να βραχυκυκλώνεις, να συσκοτίζεις τα παιδιά-εξ απαλών ονύχων-με την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, πριν ακόμη προσλάβουν και διδαχτούν τους μηχανισμούς της μητρικής τους γλώσσας. Αν αγαπούσαν την πατρίδα, τιμούσαν την ιστορία της και νοιάζονταν για το μέλλον της, ας έβαζαν αρχαία, τουλάχιστον από την Δ’ δημοτικού. Θα ‘πει κάποιος, ποιός θα τα διδάξει; Απάντηση: Με ένα κατάλληλο βιβλίο όλοι μπορούν. Κι αν δεν μπορούν οι δάσκαλοι, ας διορίσει το υπουργείο φιλολόγους και στο δημοτικό.

Προσωπικά (και χωρίς καμμιά καύχηση «εν οίδα ότι ουδέν ειμί») διδάσκω εδώ και χρόνια μία ώρα την εβδομάδα αρχαία, κατά παράβασιν του αναλυτικού προγράμματος και των άνωθεν εντολών.

Τι κάνω; Δίνω στα παιδιά σε φωτοτυπία ένα αρχαίο κείμενο. Κυρίως τους διδακτικότατους μύθους του Αισώπου ή μια ευαγγελική περικοπή. Πρώτα το αντιγράφουν για να εξοικειωθούν με την αρτιμελή μορφή της γλώσσας, το λεγόμενο πολυτονικό. Στην συνέχεια το διαβάζουν για να «σπάσει» και η γλώσσα. Κατόπιν υπογραμμίζουν λέξεις που αναγνωρίζουν, για να κατανοήσουν την αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνικού λόγου. Μετά έρχεται το ωραιότερο. Η πάντερπνη ετυμολογία. Παιχνίδισμα με τις λέξεις. Ύστερα «ομοθυμαδόν», όλοι μαζί, την μετάφραση στον πίνακα και αντιγραφή των παιδιών στο «τετράδιο αρχαίων». Εδώ «περνούν» και τα ηθικά διδάγματα, γιατί Παιδεία σημαίνει πρωτίστως καλλιέργεια χαρακτήρα και μόρφωση εδραία. Η καλή παιδεία «…μόνους τους παιδευθέντας ελευθέρους είναι», μόνη αυτή κάνεις τους ανθρώπους ελεύθερους (Επίκτητος, «Διατριβαί», 11α, 21-22), «μαθαίνει στον πολίτη να άρχει και να άρχεται με δικαιοσύνη» («τον πολίτη… άρχειν τε και άρχεσθαι μετά δίκης», γράφει ο Πλάτων στο 643ε των «Νόμων» του).

Αυτά τα ξεχάσαμε και ακούμε μόνο τις εκκωφαντικές τσιρίδες και τις αεροπλαστες κενολογίες περί «Νέου Σχολείου» και «πρώτα ο μαθητής», από ανθρώπους που δεν ξέρουν που «παν τα τέσσερα», όπως λέει θυμόσοφα και ο λαός.

Μετά την ετυμολογική περιήγηση, έρχεται κα η σειρά της Γραμματικής. Απλά πράγματα το κατά δύναμιν, με συγκατάβαση, κανόνες τονισμού, δύο-τρεις κλίσεις ουσιαστικών και ρημάτων και… το κουδούνι προσκαλεί γιά την αύλειο ξεκούραση.

Σημειωτέον ότι την ώρα των αρχαίων τα παιδιά παρακολουθούν σχεδόν με ευλάβεια. «Άκρα του τάφου σιωπή». Γιατί; Παράδειγμα. Όταν τους ζητάς να γράψουν την λέξη «υγρός» πρέπει να σκεφτούν  δύο κανόνες. Ότι η λέξη, εφ’ όσον αρχίζει με «ύψιλον» δασύνεται και η βραχύχρονη συλλαβή «-γρός» παίρνει οξεία. Ο νους τους, δηλαδή, δεν «αλητεύει» εδώ κι εκεί, αλλά αναζητά και υπακούει σε κανόνες. Έτσι, από την πειθαρχία του νοός, φτάνουμε στην πειθαρχία του σώματος. («Πάντων νους, κρατεί» έλεγε ο Αναξαγόρας). Και κυρίως, γιατί τους εξηγείς το μονάκριβο, παγκοσμίως, προνόμιό τους, να διαβάζουν την γλώσσα του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Ευαγγελίου και να κατανοούν τις περισσότερες λέξεις. Καμαρώνουν τα παιδιά, πράγμα που τόσο το έχουμε ανάγκη σήμερα.

Ειλικρινά, τα γράφω αυτά και «καπνίζουν τα μάτια μου». Έχουμε στα χέρια μας θησαυρό αειλαμπή και αδαπάνητο, που ξεδίψασε και ξεδιψά όλη την Οικουμένη και εμείς ποτίζουμε τα παιδιά με σάπια, μολυσμένα νερά. Ομιλούμε (τι ωραία λέξη!) γλώσσα «νικήτρα του θανάτου» και θανατώνουμε τα παιδιά «μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες».

 Από ανάρτηση στο www.olympia.gστις 10/7/2012